Κανονάκι (Κανών)

Κανονάκι (Κανών)


Ιστορία του οργάνου



Έφθασε στην Ευρώπη από τους άραβες με την ονομασία canon. Κατά την βυζαντινή περίοδο ονομάζεται ψαλτήριο. Από τον 12ο ως τον 15ο αιώνα παιζόταν όρθιο, όπως η άρπα, και αργότερα οριζόντια όπως σήμερα.

Κατά τον Galpin, το πολύχορδο ψαλτήριο πέρασε από την Μικρά Ασία στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο και επανήλθε στην Ελλάδα. (Text Book of European musical Instruments, London 1937).

Για την ονομασία qanun υπάρχουν δύο εκδοχές:

- Κατά τον H.G. Farmer το κανονάκι είναι αραβικό όργανο (The mediaeval psaltery in the orient).

- Κατά τον A.H.Stranways η ονομασία προέρχεται από την ελληνική λέξη κανών, ονομασία που ο Ευκλείδης χρησιμοποιεί για ένα μονόχορδο μουσικό όργανο το 300 πχ.

Σημειώνουμε πως ο Farmer θεωρεί τον κανόνα μονόχορδο μουσικό όργανο με το οποίο ο Πυθαγόρας έκανε πειράματα, με σκοπό να εξακριβώσει τους μουσικούς φθόγγους ανάλογα με το μήκος και το πάχος της χορδής. Δέχεται επίσης την ελληνική καταγωγή της λέξης qanun στο λεξιλόγιο των Αράβων τον 10ο αιώνα.

Ο Ελ Φαράμπι εφάρμοσε την θεωρία του Πυθαγόρα στο πολύχορδο τραπεζοειδές όργανο.

Με την μορφή Ψαλτηρίου απαντώνται πολλά όργανα στην Αρχαία Ελλάδα, σύμφωνα με τους Αριστοτέλη, Θεόφραστο, Αθήναιο, με διαφορετικές ονομασίες:

- Τρίγωνο, Ψαλτήριο, Επιγόνιο, Μάγαδις, Σιμίκιον. Για αυτές τις ονομασίες δεν υπάρχουν σχέδια που να περιγράφουν τη σχέση τους με το σημερινό κανονάκι.

Το κανονάκι στον Ισλαμικό κόσμο. Όργανα που ομοιάζουν με το κανονάκι όπως τα tsenk, mugni, nushe, απαντώνται στην Ασία από τον 14ο αιώνα.




Οι παλαιοί Άραβες ιστορικοί θεωρούν ως εφευρέτη του οργάνου τον Hakim-i-sehir (Ebu Nasir Farabi) που έζησε από το 870 - 950 μ.Χ. Το πρώτο αυτό όργανο δεν διέθετε κινητούς καβαλάρηδες, δηλαδή μαντάλια (μανταλάκια). Ο αντίχειρας του αριστερού χεριού χειριζόταν τη ζητούμενη χορδή αλλάζοντας το μήκος της για την παραγωγή της ζητούμενης νότας. Από καταγραφή του γάλλου αξιωματικού Villoteau στην Αίγυπτο το 1792, αναφέρεται σύστημα από μικρά μεταλλικά εξαρτήματα που αλλάζουν το κούρντισμα και ονομάζονται σιλλετ. Ωστόσο το κανονάκι απαντάται και χωρίς μανταλάκια εκατό χρόνια αργότερα όπου ο Τούρκος συνθέτης Hdji Arif Bey έπαιζε χωρίς αυτά.

Το κανονάκι στην Ελλάδα. Στους βυζαντινούς χρόνους υπάρχουν πολλά ιστορημένα χειρόγραφα και τοιχογραφίες εκκλησιών, πλούσια σε πληροφορίες για το ψαλτήριο σε σχήμα τριγώνου ή τραπεζίου και τους τρόπους που κρατείται και παίζεται. Τα τελευταία χρόνια το όργανο διατηρήθηκε στην Μικρά Ασία και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα το 1922. Στην Αμερική υπήρχε από τις αρχές του αιώνα όπου διασώθηκαν ηχογραφήσεις του Θεόδωρου Κάππου και του Γιώργου Γαρμπή. Αργότερα στην Ελλάδα ηχογραφούνται οι Λάμπρος Σαββαίδης, Βασίλης Σαχινίδης, Βασίλης Νόνης και τελευταία ο Πέτρος Ταμπούρης.



Κατασκευή

Το κανονάκι έχει σχήμα τραπέζιο. Το ηχείο του έχει μήκος 1μ στην μεγάλη βάση και πλάτος 40-50 εκατοστά. (Η δεξιά πλευρά είναι κάθετη προς τις δύο βάσεις. Οι χορδές (εντέρινες ή πλαστικές) αναπτύσσονται παράλληλα προς τις βάσεις. Κατασκευάζεται από ξύλο, κυρίως σφένδαμο, ενώ το καπάκι από πλάτανο. Ένα τμήμα του, περίπου 15 εκατοστά πλάτος στην δεξιά πλευρά είναι κατασκευασμένο από δέρμα (ψαριού τροπικής θάλασσας, σκύλου, μοσχαριού κατεργασμένου στην Γερμανία). Στο καπάκι επίσης ανοίγουν και κάποιες τρύπες σε σχήμα αυγού για να εισέρχεται ο ήχος στο τύπμανο.

Το κούρδισμά του είναι διατονικό, και κάθε φθόγγος αποτελείται από τριπλές χορδές σε ταυτοφωνία. Τα κλειδιά κουρδίσματος είναι ξύλινα στην αριστερή πλευρά και χρησιμοποιούμε ένα μεταλλικό κλειδί για το σφίξιμο ή το λασκάρισμα. Αριστερά ευρίσκονται και τα μαντάλια, που με το ανέβασμα ή το κατέβασμα, υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος του φθόγγου σε υποδιαιρέσεις του τόνου. Στην δεξιά πλευρά και πάνω στο δερμάτινο τμήμα ευρίσκεται η γέφυρα (καβαλάρης) όπου πατούν οι χορδές πριν τερματίσουν για δέσιμο.

Η μελωδική έκταση στο κανονάκι καλύπτει συνήθως τρεις οκτάβες και τρεις νότες.








Ημερομηνία καταχώρησης : 04/09/2007 @ 04:38

ΠΗΓΗ : http://e-politismos.gr/php/articles.php?lng=gr&pg=126

Ποντιακή Λύρα (Κεμεντζές)

Ποντιακή Λύρα (Κεμεντζές)


lyra1.gif


Ο κεμεντζές ή η κεμεντζέ είναι το βασικότερο μουσικό όργανο των Ποντίων. Σύμφωνα με τον Παύλο Χαιρόπουλο η καταγωγή του κεμεντζέ ανάγεται στην Μεσοποταμία,στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα.Στην Περσία υπήρχε ένα όργανο με την ονομασία "καμάντζια", όπως και στον Καύκασο με το όνομα "καμάντσιες".Ίσως από τις ονομασίες αυτές να προέρχεται το "κεμεντζέ" ή "κεμεντσέ". Σε μια επίσκεψή μου στο μουσείο λαϊκών οργάνων στο Νέο Δελχί της Ινδίας , είδα τρεις λύρες που έμοιαζαν με την ποντιακή , σε μεγαλύτερο μέγεθος , με χορδές από έντερα ζώων όπως ήταν αρχικά οι χορδές στον Πόντο.Φαίνεται ότι το όργανο αυτό ήταν διαδομένο στην περιοχή.


Η κατασκευή της στον Πόντο γινόταν συνήθως από ξύλο δαμασκηνιάς (κοκίμελον), το οποίο έκοβαν αρχές φθινοπώρου για να μην έχει πολλή υγρασία.Ο κορμός δεν έπρεπε να έχει ρόζους ή σχισίματα.Το έβαζαν μέσα σε χωνεμένη κοπριά για να ξεραθεί τελείως ώστε να μην σκάσει και το άφηναν πολλή καιρό , έως και δύο χρόνια.

Ώστε να ξεραθεί καλά.Χρησιμοποιούσαν το ξύλο δαμασκηνιάς γιατί είναι σκληρό και δεν επηρεάζεται εύκολα από την υγρασία.Χρησιμοποιούσαν και άλλα ξύλα,όπως ο κισσός.Στον ελλαδικό χώρο,όπου το κλήμα είναι πιο ξηρό, χρησιμοποιούν και άλλον ειδών ξύλα, τα οποία συνήθως λουστράρουν.


Αυτό το ξύλο το επεξεργάζονταν συνήθως οι ίδιοι οι λυράρηδες, στρογγυλεύοντας εσωτερικά τις γωνίες του σκάφους για να ανακλάται ο ήχος προς τα έξω.Γι’ αυτό λένε ότι οι μονοκόμματες λύρες παίζουν καλύτερα.Βεβαίως έχει αλλάξει η τεχνική κατασκευής – τώρα η λύρα για ευκολία γίνεται κομματιαστή, οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορα είδη ξύλου.Η μορφή της λύρας είναι φιαλόσχημη και αποτελείται από τα εξής μέρη:

  1. Το κιφάλ’(κεφαλή)
  2. Τα ωτία (αυτιά,χορδοδέτες,τρία στον αριθμό,όσα και οι χορδές)
  3. Η γούλα (λαιμός)
  4. Η γλώσσα ή σπαρέλ’ ή σπαλέρ’
  5. Τα τρυπία (τρύπες ,4 στο καπάκι,2 στο επάνω μέρος και 2 κάτω, δεξιά και αριστερά από τις χορδές).
  6. Τα μάγ’λα (μάγουλα,έχουν δύο τρύπες , μία στα επάνω και μία στο κάτω μέρος)
  7. Το καπάκ’(καπάκι)
  8. Η ράχια (ράχη)
  9. Ο γάιδιαρον (επάνω του ακουμπούν οι χορδές)
  10. Τα κόρδας (χορδές).Αρχικά ήταν αποξηραμένα έντερα ζώου, έπειτα έγιναν μεταξωτές και από το 1920 μεταλλικές.
  11. Τα ρωθώνια ή σκωλέκια (ρουθούνια ή σκουλήκια)
  12. Το παλληκάρ’ (παλικάρι) το οποίο χρησιμεύει για να στερεώνονται οι χορδές.
  13. Το στουλάρ’, είναι το ξύλο που βρίσκεται μέσα στο σκάφος της λύρας. Από τη μία πλευρά ακουμπάει στην πλάτη και από την άλλη στο καπάκι, από τα δεξιά πλευρά, όπως βλέπουμε τη λύρα, κάτω ακριβώς από τον «γάιδαρο» και δίπλα από το δεξί «ρουθούνι», συνήθως στο μέσον, ώστε να ξεχωρίζει τις ψιλές φωνές από τις χαμηλές(ζιλ-καπάν).

Το μέγεθος της λύρας (κεμεντζέ) ήταν συνήθως 45-60 εκατοστά . Από το λαιμό (γούλα) μέχρι το σημείο όπου τοποθετείτο ο γάιδαρος ήταν τα δύο τρίτα του μεγέθους της λύρας χωρίς το κεφάλι, το δε πλάτος της ήταν 7-11 εκατ., όσο ήταν και το μέγεθος του λαιμού.Στην περιοχή της Ματσούκας

(Τραπεζούντα) συναντάμε τις πιο μακρόστενες και υψίφωνες (ζιλ) λύρες του Πόντου. Οι χορδές της είναι συνήθως μια Σι κιθάρας (0,14)και δυο Λα βιολιού.Παίζονται με το τοξάρ’(δοξάρι),που παλαιότερα είχε τρίχες ουράς αρσενικού αλόγου, ώστε να μην είναι καμένες από τα ούρα. Κουρδίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές. Η κεμεντζέ παίζεται συνήθως μόνη της και σε κλειστούς χώρους. Στους ανοιχτούς μπορούσαν να παίζουν δύο και περισσότερες κεμεντζέδες μαζί, χρησιμοποιώντας καμιά φορά σαν όργανο συνοδείας το νταούλι.

lyra2.gif

Τρόποι παιξίματος της ποντιακής λύρας

Η ποντιακή λύρα είναι από τα λίγα αυτοσυνοδευόμενα μουσικά όργανα. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ακούσματα είναι: τα διαστήματα της 4ης και 5ης καθαρά, συνοδευόμενα από τρίλιες. Τα διαστήματα είναι αρμονικά και σε ορισμένες περιπτώσεις μελωδικά. Στα αρμονικά διαστήματα ο ισοκράτης είναι εναλλασσόμενος, ενώ στα μελωδικά είναι συνεχόμενος. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε, εκτός από τα προαναφερθέντα διαστήματα 4ης και 5ης καθαρά, και τα διαστήματα 6ης μικρής και μεγάλης 7ης ελαττωμένης και 8ης καθαρά. Τα διαστήματα, λόγω της ιδιομορφίας της ποντιακής μουσικής, έχουν πολλές φορές ηχομοριακή αλλοίωση.

  1. 1.Η ποντιακή λύρα είναι η μοναδική που παίζεται με την ψίχα των δακτύλων, και όχι με το νύχι όπως η κρητική, η πολιτική, η θρακιώτικη, η νησιώτικη κ.α.
  2. 1.Ο κύριος τρόπος παιξίματος είναι διπλόχορδος (δάκτυλα και δοξάρι)που θεωρείται και ο γνησιότερος. Σε αυτήν την περίπτωση η μία χορδή δίνει τη μελωδία και η άλλη τη συνοδεία, δημιουργώντας έτσι τα μουσικά διαστήματα που αναφέραμε παραπάνω.
  3. 1.Ο μονόχορδος τρόπος, ο οποίος χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: α) το μονόχορδο παίξιμο με το δοξάρι, ενώ τα δάχτυλα πατάνε δύο χορδές ταυτόχρονα, απομονώνοντας τη δεύτερη που δημιουργεί τον ισοκράτη. Β) η κλασική μονοχορδία, όπου δάχτυλα και δοξάρι παίζουν μία χορδή. Η διαφορά των δύο παραπάνω είναι στο ηχόχρωμα.

Τρόποι χορδίσματος

  1. 1.Το χόρδισμα της ποντιακής λύρας είναι σε διαστήματα 4ης καθαρά(κλασικός τρόπος)π.χ.πρώτη χορδή Λα(Ζιλ), δεύτερη χορδή Μι(Μεσαία), Τρίτη χορδή Σι(Καπάν).
  2. 1.Μίμηση του αγγείου ή τουλούμ(γκάιντας):Πρώτη χορδή Λα(Ζιλ), δεύτερη χορδή Λα(Μεσαία) ταυτόχρονα με την πρώτη, Τρίτη χορδή Μι(Καπάν).
  3. 1.Πρώτη χορδή Λα(Ζιλ), δεύτερη χορδή Μι(Μεσαία), Τρίτη χορδή Μι(Καπάν) ταυτόχρονα με τη δεύτερη.
  4. 1.Πρώτη χορδή Λα(Ζιλ), δεύτερη χορδή Μι(Μεσαία), Τρίτη χορδή Λα(Καπάν) ογδόη χαμηλότερα.
    Στα χορδίσματα με την μίμηση του αγγείου παίζουμε ταυτοφωνίες συνεχόμενες και σε άλλες περιπτώσεις η πρώτη χορδή έχει την μελωδία και η δεύτερη τον μόνιμο ισοκράτη σαν συνοδεία.(Μιχάλης Καλιοντζίδης)

Ούτι



Ούτι η Οud



Ιστορία του οργάνου





Το περσικό όργανο που οι πέρσες το έλεγαν Μπαρπατ (ούτι) έμοιαζε με το αιγυπτιακό ούτι που παίζανε στην εποχή του Φαραώ πριν 3500 χρόνια. 
Οι άραβες πήρανε το τρόπο παιξίματος αυτού του οργάνου από τους πέρσες. Αυτό λοιπόν το όργανο αργότερα ονομάσθηκε από τους άραβες al oud που σημαίνει στα αραβικά ξύλο και συγκεκριμένα ψηλό ξύλο, από εκεί έχει πάρει τη τελική του ονομασία. Η αρχική του μορφή σίγουρα δεν ήταν αυτή που έχει σήμερα. Μια γνώμη θα πάρουμε αν κοιτάξουμε παλιές Γκραβούρες. 
Τα όργανα που ήταν έγχορδα όπως το ούτι το βιολί δεν τα γνώριζαν οι άραβες, τα έμαθαν από τους πέρσες και τους ρωμαίους μετά την εξάπλωση του Ισλάμ. Ο πρώτος άραβας μουσικός που άρχισε να παίζει το ούτι ήταν ο Eben Sareeg και μετά άρχισαν να το χρησιμοποιούν και άλλοι. Οι ποιο φημισμένοι οργανοπαίχτες στην ιστορία του ούτι είναι οι Eshack Almusely ο Ebraheem Almahdy και ο Zaryab. Το ούτι είναι ο βασιλιάς των οργάνων για τους άραβες, που παλαιοτέρα, ένας σύνθετης για να γράψει ένα τραγούδι, στηρίζονταν αποκλείσθηκα πάνω σε αυτό. Καθαρά σολιστικό όργανο ιδανικό για ταξίμια «αυτοσχεδιασμούς» και συνοδεία τραγουδιού.

Τα τεχνικά του χαρακτηριστικά είναι, το ηχείο του έχει μεγάλο σχήμα αχλαδιού , κοντό και φαρδύ μπράτσο χωρίς μπερντέδες. Το σχήμα και οι διαστάσεις του οργάνου διαμορφώνονται από τόπο σε τόπο, αποκλίνοντας λίγο από την ακρίβεια. Στήν Αίγυπτο στη Συρία και σε άλλα αραβικά κράτη έχει μεγάλο σκάφος, στη Τουρκία λίγο μικρότερο και στο Ιράκ οι τρύπες του σκάφους στο καπάκι είναι ανοικτές χωρίς ροζέτες. 



Το ούτι παλαιοτέρα είχε 2 χορδές μετά 4 και κατέληξε 5 η και 6 όπως είναι σήμερα. Ο Λιβανέζος μουσικός ο farahat hashem έβαλε και 7 χορδές, αυτό βοήθησε να έχουμε και τις χαμηλές κλίμακες και τις ψηλές. Οι χορδές που χρησιμοποιούσαν παλιά ήταν από έντερο και το πλήκτρο «πένα» από φλούδα κερασιάς ή κέρατο ζώου, σήμερα έχουν αντικατασταθεί από πλαστικές ύλες. Το ούτι είναι σήμερα διαδομένο σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Από τον 9ο αιώνα συστηματοποιήθηκε πάνω στο ούτι πρακτικά και θεωρητικά η μουσική παράδοση της μεσογείου. 



Τον μεσαίωνα οι σταυροφόροι μεταφέρανε το όργανο από τους Αγίους Τόπους στην Ευρώπη όπου έγινε αναγεννησιακό λαούτο και στην μικρά Ασία όπου παρέμεινε όπως ήταν μέχρι και σήμερα. Το ούτι είναι ένα από τα λίγα όργανα στην ανατολή και για τους άραβες το μοναδικό που έπαιξε και διαμόρφωσε τις μουσικές κλίμακες που λέγονται μακάμ. Ένα μακάμ αποτελείτε από ένα τετράχορδο «4 νότες» και ένα πεντάχορδο «5 νότες» τα οποία αυτά εναλλάσσονται από μακάμ σε μακάμ. Ο αριθμός των μακάμ είναι αρκετά μεγάλος και διαφέρει από χώρα σε χώρα. 




Στην Τουρκία και την Αίγυπτο διαφέρει περισσότερο στο ύφος και λιγότερο στα διαστήματα, πολλές φορές το διάστημα είναι ίδιο, αλλά το παίζουν σε διαφορετικό ύφος και φαίνεται να αλλάζει το μακάμ, ενώ στην πραγματικότητα παραμένει ίδιο. Η ακμή στη μουσική των μακάμ πιστεύετε ότι ήταν περίπου στα 1850 μ.χ γιατί τότε παιζόταν και γράφονταν μεγάλος αριθμός μακαμ, πράγμα που δε γίνετε σήμερα και ο βασικός λόγος είναι, ότι ένας μουσικός στα 1850 είχε καθαρότερο μυαλό από έναν μουσικό του σήμερα. Το βάθος που έχουν τα μακάμ είναι τόσο μεγάλο που για να πει κανείς σήμερα ότι τα έμαθε ή τα έπαιξε ή τα κατάλαβε χρειάζονται τουλάχιστον δυο ζωές
( Νίκος Δημητριάδης)

costa.jpg concerts01.jpg











Πηγή www.oud.gr