Από τον Στέφανο Σκιαθίτη

Εξαντλώντας όλα τα θέματα σχετικά με εκλαϊκευμένα βίντεο μαθήματα εκμάθησης
για αρχάριους : 
Κιθάρας , Χαβάγιας , Τρομπέτας/Κορνέτας, Φυσαρμόνικας Διατονικής , 
Φυσαρμόνικας Χρωματικής , Φλογέρας  και  Ζουρνά (όργανα στα οποία έχω εμπειρία 
σε άλλα εδώ και 10ετίες και σε άλλα πρόσφατα) θεώρησα καλό να τα ομαδοποιήσω 
σε 5 ομάδες για ευκολία όπως φαίνονται στα κάτωθι LINKS:

1. ‘’Ελληνικοί Ρυθμοί με Κιθάρα’’ : 
2. ‘’Μαθαίνω Κιθάρα ΜΟΝΟΣ’’ : 
3. ‘’Τα ΠΑΝΤΑ για τη φυσαρμόνικα Διατονική & Χρωματική’’ :
4. ‘’Τα ΠΑΝΤΑ για τη Φλογέρα’’ :
5. ''Τα ΠΑΝΤΑ για το Ζουρνά" : 

Η ταξινόμηση των μουσικών οργάνων

Η ταξινόμηση των οργάνων
 που χρησιμοποιούνται για τη σύνθεση και εκτέλεση μουσικής παρατηρείται ήδη από την αρχαιότητα. Στην αρχαία Ελλάδα για παράδειγμα, τα μουσικά όργανα διαιρούνταν σε δύο βασικές κατηγορίες: πνευστά και κρουστά. Όλα τα έγχορδα μουσικά όργανα ανήκαν στη δεύτερη κατηγορία καθώς οι χορδές κρούονταν με τα δάχτυλα ή με πένα. Γύρω στο δεύτερο αιώνα π.χ δημιουργήθηκε η κατηγορία των εγχόρδων που σύντομα απέκτησε κεντρικό ρόλο. Ένας αναλυτικότερος τρόπος ταξινόμησης των μουσικών οργάνων – πνευστά, κρουστά, έγχορδα – έγινε δημοφιλής πολύ γρήγορα.

Την ίδια περίπου εποχή, η ταξινόμηση των οργάνων στην Κίνα βασιζόταν στις θρησκευτικές και φιλοσοφικές αρχές της αχανούς χώρας. Τα όργανα διαιρούνταν σε οκτώ ομάδες ανάλογα με την ποιότητα του ήχου και το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένα: μέταλλο, πέτρα, πηλός, δέρμα, μετάξι, ξύλο, κολοκύθα και μπαμπού.
Στη γειτονική Ινδία, το σύστημα ταξινόμησης περιλάμβανε λιγότερες  και ευρύτερου περιεχομένου κατηγορίες, οι οποίες αντιστοιχούσαν , κατά προσέγγιση, σε αυτές της σύγχρονης Ευρώπης. Έγχορδα, πνευστά, μεμβρανόφωνα και ιδιόφωνα.
Γύρω στα 1880, ο Victor Mahillon, δημιουργός της διασημότερης συλλογής των Βρυξελλών, δημοσίευσε έναν πλήρη κατάλογο που περιλάμβανε παραδοσιακά όργανα αλλά και όργανα που δεν ήταν Ευρωπαϊκά, τον περιγραφικό και αναλυτικό κατάλογο του Μουσείου μουσικών οργάνων του Βασιλικού ωδείου Βρυξελλών. Το 1914 τη μελέτη αυτή ακολούθησε η δημοσίευση της Μεθοδολογίας των μουσικών οργάνων των Erich von Hornbostel και Curt Sachs. Και οι δύο εστίασαν την προσοχή τους στην ηχογόνο πηγή: μία στήλη αέρα, μία χορδή, μία μεμβράνη ή μία σκληρή επιφάνεια. Αυτό το κριτήριο υιοθετήθηκε από την επιστήμη της οργανολογίας και χρησιμεύει ως βάση τόσο της διδασκαλίας όσο και της έρευνας.
Η επιστημονική διαίρεση των μουσικών οργάνων με κριτήριο την ηχογόνο πηγή, περιλαμβάνει πέντε κατηγορίες:
  1. Τα αερόφωνα (ο ήχος παράγεται από μία στήλη αέρα)
  2. Τα ιδιόφωνα (το ίδιο υλικό παράγει ήχο)
  3. Τα μεμβρανόφωνα ( ο ήχος παράγεται από μία τεντωμένη μεμβράνη από δέρμα ή άλλο υλικό)
  4. Τα χορδόφωνα ( ο ήχος παράγεται από τεντωμένες χορδές)
  5. Τα ηλεκτρόφωνα (ο ήχος παράγεται από ηλεκτρονικά μέσα)

Η ευρωπαϊκή παράδοση είναι κάπως διαφορετική. Αντί για αερόφωνα οι Ευρωπαίοι μουσικοί χρησιμοποίησαν τον όρο πνευστά (ξύλινα και χάλκινα). Τα χορδόφωνα αναφέρονται ως έγχορδα ενώ τα μεμβρανόφωνα και τα ιδιόφωνα ενώνονται σε μία κατηγορία, τα κρουστά. 
Τα πληκτροφόρα όργανα αποτελούν μία ξεχωριστή κατηγορία. Τα πλήκτρα επιτρέπουν στον εκτελεστή να παράγει πολλούς τόνους ταυτόχρονα. Έτσι, σε αυτή την κατηγορία υπάγονται πολύ διαφορετικά όργανα, όπως το πιάνο και το τσέμπαλο ( στο οποίο ο ήχος παράγεται από παλλόμενες χορδές), το εκκλησιαστικό όργανο ( ο ήχος παράγεται από παλλόμενες στήλες αέρα) και το ακορντεόν (από μεταλλικά γλωσσίδια). Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται και τα σύγχρονα πληκτροφόρα.



Τα 20... όργανα !

Τα όργαναPDFPrintE-mail
Το μουσικό όργανο είναι το εργαλείο του μουσικού, όπως για τον χορευτή είναι το ίδιο του το σώμα: Πρέπει να ξέρει τις δυνατότητές του για να μπορεί να τις εκμεταλλευτεί πλήρως. Αυτό ισχύει για κάθε μουσικό, ο παραδοσιακός όμως οργανοπαίχτης δεν σταματάει εκεί. Δεν αρκείται στο να εξαντλήσει τις δυνατότητες του οργάνου με την δεξιοτεχνία του αλλά, επειδή είναι συνήθως και κατασκευαστής του, προσπαθεί συνεχώς να τις επεκτείνει. Πρόκειται για ένα είδος έμμονης ιδέας που κατέχει τους πραγματικούς παραδοσιακούς οργανοπαίχτες και τους κάνει να ασχολούνται συνέχεια με την κατασκευή του οργάνου τους και να ψάχνουν να την βελτιώσουν, ακόμα και όταν πρόκειται για τα σύγχρονα τυποποιημένα όργανα. Είναι λοιπόν κανόνας ότι ποτέ δύο παραδοσιακά όργανα δεν είναι εντελώς όμοια, ακόμα και αν είναι φτιαγμένα από τον ίδιο οργανοπαίχτη.
Η κατασκευή ενός οργάνου απαιτεί ορισμένες ειδικευμένες γνώσεις που τις αποκτά ο οργανοπαίχτης από τον μάστορή του μαζί με τον τρόπο παιξίματος και τις συμπληρώνει κατόπιν ρωτώντας άλλους, αντιγράφοντας, ή αυτοσχεδιάζοντας. Πρέπει να ξέρει τι είδος ξύλο (ή δέρμα, ή έντερο, ή καλάμι) είναι το πιο κατάλληλο για το κάθε μέρος του οργάνου, ποια εποχή του χρόνου πρέπει να κοπεί, πώς να το ξεράνει και να το κατεργαστεί, πώς να του δώσει το κατάλληλο σχήμα και πώς να το ταιριάσει με τα άλλα μέρη του οργάνου. Μόνο λίγες από τις λεπτομέρειες αυτές θα αναφέρουμε παρακάτω χαρακτηριστικά.
Οι οργανοπαίχτες συναντιώνται στα πανηγύρια και στα καφενεία και ανταλλάσσουν πληροφορίες ή «κλέβουν» ο ένας από τον άλλο. Έτσι στην κάθε περιοχή δημιουργείται μια «σχολή» στην κατασκευή των οργάνων, που συνεχίζεται και εμπλουτίζεται με τους πειραματισμούς των οργανοπαιχτών. Γνώμονας όμως είναι πάντα το γούστο των χωρικών, που δεν αποδέχονται εύκολα έναν νεωτερισμό στον ήχο ή το παίξιμο.
Όταν ο οργανοπαίχτης μαζέψει αρκετά χρήματα, μπορεί να αγοράσει ένα έτοιμο όργανο φτιαγμένο από ειδικό τεχνίτη. Τον παλιό καιρό που τα χωριά ήταν πολύ φτωχά, η αξία ενός οργάνου που θα το έφερναν από την πόλη αντιπροσώπευε ένα σημαντικό έξοδο. Αυτό είχε την προϋπόθεση ότι ο οργανοπαίχτης ήταν ήδη αρκετά καλός ώστε να τον καλούν σε διασκεδάσεις για να αποσβέσει την δαπάνη. Άλλη προϋπόθεση ήταν βέβαια να ξεπερα­στούν οι αντιδράσεις της οικογενείας του, γιατί η δουλειά του οργανοπαίκτη θεωρείται συνδεδεμένη με την άστατη ζωή και συχνά παρακατιανή εφόσον την κάνουν οι γύφτοι. Εννοείται ότι πάντα πρόκειται για δεύτερη απασχόλη­ση, όχι μόνο γιατί δεν βγάζει αρκετά λεφτά αλλά και γιατί δεν μπορεί κανείς να κάθεται τις περιόδους που δεν γίνονται γάμοι και πανηγύρια.
Οι ονομασίες των οργάνων ποικίλλουν πολύ στις διάφορες περιοχές της χώρας. Παρακάτω αναφέρουμε τις πιο διαδεδομένες ονομασίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι γενικευμένες, δεν υπάρχει άλλωστε γενικευμένη ονοματολογία σε ολόκληρο τον χώρο της παραδοσιακής ζωής. Γι' αυτό, όταν κανείς αναφέρεται σε ένα όργανο ή στα μέρη του, το σωστό είναι να χρησιμοποιεί τους όρους της περιοχής στην οποία αναφέρεται, που μπορεί να τους μάθει ρωτώντας τους παλιούς οργανοπαίχτες.
Θα παρατηρήσει κανείς ότι οι περισσότερες λέξεις στα όργανα είναι τουρκικές ή αραβοπερσικές. Αυτό οδήγησε τους λαογράφους που δεν έχουν γνώσεις εθνολογίας να αμφιβάλλουν για την ελληνικότητα των οργάνων, και γενικά της παραδοσιακής μουσικής. Άλλοι προσπάθησαν να τα μετονομά­σουν επί το ελληνοπρεπέστερον, ή ακόμα και να τα εξευρωπαΐσουν. Επιστημονικά όμως είναι λάθος να συγχέει κανείς την προέλευση ενός πράγματος με την προέλευση του ονόματός του.
Αποδεικνύεται βέβαια ότι τα περισσότερα από τα παραδοσιακά όργανα ήταν γνωστά από τους βυζαντινούς ή από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι ενδεχομένως τα είχαν πάρει από άλλους λαούς. Αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία όση το γεγονός ότι τα όργανα αυτά υιοθετήθηκαν από τον ελληνικό λαό, δεν του επεβλήθηκαν, και αφομοιώθηκαν σε βαθμό που να μεταδίδονται από γενιά σε γενιά επί αιώνες. Οι ονομασίες λοιπόν αποτελούν μέρος της παράδοσης, όσο και τα ίδια τα όργανα, και πρέπει να διατηρούνται ανεξάρτητα από την αρχική τους προέλευση.
Παρακάτω αναφέρουμε συνοπτικά τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. Περισσότερες λεπτο­μέρειες για τα όργανα και την κατασκευή τους μπορεί κανείς να βρει στα λίγα σχετικά βιβλία που αναφέρουμε στη βιβλιογραφία, και ιδιαίτερα στο βιβλίο του Φ. Ανωγειανάκη. Αρχίζουμε από τα πιο απλά στην κατασκευή και καταλήγουμε στα πιο πολύπλοκα, που είναι αγοραστά. Ορισμένα από αυτά (όπως το κλαρίνο) δεν έχουν από κατασκευής την δυνατότητα να παίζουν τις νότες της ελληνικής μουσικής, είναι όμως τόσο διαδεδομένα που έχουν πια πολιτογραφηθεί. Θα παραλείψουμε πολλά όργανα που περιορίζονται σε στενό τοπικό κύκλο (όπως το ακορντεόν των Ελλήνων της Βόρειας Θράκης ή οι κορνέτες της Δυτικής Μακεδονίας), και άλλα που δεν έχουν σχέση με τον χορό, (όπως τα κουδούνια, οι σφυρίχτες, ή τα όργανα - παιχνίδια) παρά μόνο στις Αποκριές.

Το ούτι & O Γρηγόρης Ασίκης

Το ούτι

outiΤα όργανα της οικογένειας του λαούτου (τα λαουτοειδή θα έλεγα εν συντομία) διαδραμάτισαν από την αρχαιότητα ένα πολύ σημαντικό και βαρύνοντα ρόλο στην πορεία και την εξέλιξη της Μουσικής και των μουσικών παραδόσεων στη λεκάνη της Μεσογείου, που περιλαμβάνει μια εκτεταμένη ενδοχώρα στη Β. Αφρική, τη Νότια Ευρώπη και τη Βαλκανική, την Τουρκία, την Εγγύς και Μέση Ανατολή. Το ούτι, αναζητώντας το μακρύ παρελθόν και την εξέλιξη της μουσικής αυτής της περιοχής, αποτελεί με ένα τρόπο τον προπάτορα και τον πρόγονο όλων των λαουτοειδών οργάνων που σήμερα βρίσκονται σε χρήση. Έχει διαρκή και πολυπρόσωπη παρουσία σε όλον αυτό τον τεραστίων διαστάσεων γεωγραφικό χώρο.
Τα τεχνικά του χαρακτηριστικά είναι, το ηχείο του έχει μεγάλο σχήμα αχλαδιού , κοντό και φαρδύ μπράτσο χωρίς μπερντέδες. Το σχήμα και οι διαστάσεις του οργάνου διαμορφώνονται από τόπο σε τόπο, αποκλίνοντας λίγο από την ακρίβεια. Στήν Αίγυπτο στη Συρία και σε άλλα αραβικά κράτη έχει μεγάλο σκάφος, στη Τουρκία λίγο μικρότερο και στο Ιράκ οι τρύπες του σκάφους στο καπάκι είναι ανοικτές χωρίς ροζέτες. outi2Το ούτι είναι σήμερα διαδομένο σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Από τον 9ο αιώνα συστηματοποιήθηκε πάνω στο ούτι πρακτικά και θεωρητικά η μουσική παράδοση της μεσογείου. Τον μεσαίωνα οι σταυροφόροι μεταφέρανε το όργανο από τους Αγίους Τόπους στην Ευρώπη όπου έγινε αναγεννησιακό λαούτο και στην μικρά Ασία όπου παρέμεινε όπως ήταν μέχρι και σήμερα. Το ούτι είναι ένα από τα λίγα όργανα στην ανατολή και για τους άραβες το μοναδικό που έπαιξε και διαμόρφωσε τις μουσικές κλίμακες που λέγονται μακάμ. Ένα μακάμ αποτελείτε από ένα τετράχορδο «4 νότες» και ένα πεντάχορδο «5 νότες» τα οποία αυτά εναλλάσσονται από μακάμ σε μακάμ. Ο αριθμός των μακάμ είναι αρκετά μεγάλος και διαφέρει από χώρα σε χώρα. Στην Τουρκία και την Αίγυπτο διαφέρει περισσότερο στο ύφος και λιγότερο στα διαστήματα, πολλές φορές το διάστημα είναι ίδιο, αλλά το παίζουν σε διαφορετικό ύφος και φαίνεται να αλλάζει το μακάμ, ενώ στην πραγματικότητα παραμένει ίδιο. Η ακμή στη μουσική των μακάμ πιστεύετε ότι ήταν περίπου στα 1850 μ.χ γιατί τότε παιζόταν και γράφονταν μεγάλος αριθμός μακαμ, πράγμα που δε γίνετε σήμερα και ο βασικός λόγος είναι, ότι ένας μουσικός στα 1850 είχε καθαρότερο μυαλό από έναν μουσικό του σήμερα. Το βάθος που έχουν τα μακάμ είναι τόσο μεγάλο που κανείς σήμερα δεν μπορεί να πει ότι τα έμαθε ή τα έπαιξε ή τα κατάλαβε όλα. 

Γρηγόρης Ασίκης

Συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, οργανοπαίκτης.
Κωνσταντινούπολη 1890 - Αθήνα 7/10/1967

Βιογραφικό σημείωμα

asikisΟ Γρηγόρης Ασίκης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1890 από