ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ - Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΜΙΑΣ ΛΕΞΗΣ

  • ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ - Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΜΙΑΣ ΛΕΞΗΣ

"ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΓΝΩΣΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΦΟΥΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΝ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ
ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ, ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ  ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΩΝ
ΜΕ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΣΤΟΧΑΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΤΗΚΕ
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ" (1)

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η λέξη "μπουζούκι" έχει δεινοπαθήσει στην λεξικογραφία μας. Και δεινοπάθησε αγγίζοντας και ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια του γελοίου, για να μην πω του παράλογου.
Αποφάσισα να γράψω μια μικρή ιστορία αυτής της ταλαιπωρίας, αφήνοντας τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Ποιος είχε πει ότι σ' αυτή τη χώρα μπερδεύουμε συνεχώς τη σοβαρότητα με τη σοβαροφάνεια;…

ΜΕΡΟΣ Ι 

ΤΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΛΕΞΙΚΑ

Ας αρχίσουμε ψάχνοντας το λήμμα "μπουζούκι" σε διάφορα λεξικά της ημεδαπής και αλλοδαπής:
     1. Ν. Α. Ανδριώτη: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ,
     Θεσσαλονίκη 1971
 (2η έκδοση φωτοτυπική, 1η έκδοση 1951), σελ. 221
     μπουζούκι το, είδος μουσικού οργάνου~ τουρκ. büzük

     2. ΕΠΙΤΟΜΟΝ ΠΛΗΡΕΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ
     ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ
     ΠΑΠΥΡΟΣ-LAROUSSE, Αθήνα 1972
 σελ. 756
     μπουζούκι το Δ. (τουρκ. büzük) έγχορδον λαϊκόν μουσικόν όργανον

     3. Τεγόπουλος – Φυτράκης: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, Αθήνα 1991, σελ. 484
     μπουζούκι το (ουσ.), τουρκ. büzük - έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο.

     4. ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ MULTIMEDIA: ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
     Ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό, Αθήνα 1997 (CD ROM)

     Ουσ. (ΝΕ-Δ) < μπουζούκι < τουρκ.: büzük

     5. Γ. Μπαμπινιώτη: ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Αθήνα 1998
     σελ. 1154
     μπουζούκι: 1. 'Έγχορδο λαϊκό όργανο με ωοειδές ηχείο, μακρύ μπράτσο, και τρεις ή
     τέσσερις διπλές χορδές (συνεκδ.) .
     [ΕΤΥΜ. < τουρκ. büzük]
     μπουζουξής: [ΕΤΥΜ. < τουρκ. büzükcι]



     6. M.A. AGakay: TÜRKÇE SÖZLÜK (ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ) , 'Aγκυρα 1959
     σελ. 140
     büzük: s. 1. BüzülmüS, 2. is. kaba Kalιn baGιrsaGιn sona erdiGi delik, 3. argo Yüreklilik
     (Μετάφραση: büzük: επίθ. 1. ζαρωμένος, συνεσταλμένος, 2. ουσ. (χυδ.) η οπή στην
     οποία απολήγει το παχύ έντερο, 3. ουσ. (αργκό) τόλμη, θάρρος)

     7. Α. Θεοφυλακτίδου: ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥΡΚΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ, Κων/πολη 1960 
     Σελ. 114
     büzük: όν. (χυδ.) πρωκτός
     büzükçü: όν. κίναιδος, (μτφ.) παράσπονδος
     8. MEYDAN – LAROUSSE: BÜYÜK LUGAT VE ANSIKLOPEDI, Κων/πολη 1973 
     Τόμος Β, σελ 540
     büzükargo Kalιn baGιrsak bitimi, anüs // argo Cesaret // sιf. Toplanιp buruSmuS, büzülmüS.
     (Μετάφραση: büzükαργκό απόληξη του παχέος εντέρου, πρωκτός // αργκό τόλμη //
     επίθ. ζαρωμένος)



ΜΕΡΟΣ ΙΙ 
ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ – Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ (;)
Δεν ξέρω, ίσως ο πρώτος που έκανε τη γκάφα να ήταν ο Ανδριώτης. Ομολογώ πως δεν μπορώ να καταλάβω πώς έγινε. Είσαι λεξικογράφος. 'Εχεις μπροστά σου τη λέξη "μπουζούκι". Υποψιάζεσαι πως η λέξη είναι τούρκικη (σωστή υποψία). Δεν ξέρεις τουρκικά. Προφανώς δεν έχεις και κάποιο συνεργάτη που να ξέρει τουρκικά. (Κι ας μην ήταν επιστήμονας, δεν θα πείραζε.) Ανοίγεις λοιπόν το τουρκικό λεξικό (τουρκικό ερμηνευτικό ή τουρκο-ελληνικό σεμνότυφο) και προσπαθείς να βρεις ομόηχη λέξη. Ιδού η οδός:
Πρώτο βήμα: Πώς θα ακουγόταν η λέξη "μπουζούκι" στα τουρκικά; Μα βεβαίως "buzuk". Κοιτάς στα λεξικά, η λέξη δεν υπάρχει. Σκέφτεσαι (από κάπου θα το θυμάσαι ίσως): "τα τούρκικα έχουν και u umlaut [ü]. Για να δούμε, μήπως υπάρχει η λέξη büzük;" Δεύτερο βήμα: ψάχνουμε τη λέξη "büzük". Και ω τι χαρά, υπάρχει! Αν το λεξικό μας είναι τούρκικο ερμηνευτικό, φυσικά δεν καταλαβαίνουμε τι λέει στο λήμμα, μας αρκεί ότι η λέξη υπάρχει. Αν το λεξικό μας είναι τουρκο-ελληνικό, λόγω σεμνοτυφίας αναφέρει πιθανόν μόνο την ερμηνεία "τσαλακωμένος" ή κάτι παραπλήσιο. Δεν μας ενδιαφέρει βέβαια τι σχέση έχει αυτό με το μουσικό όργανο. Το περνάμε στο λεξικό μας, και δεν βάζουμε καν το ερωτηματικό [;] που υποδηλώνει ανασφάλεια, ερώτημα, υποψία, κάτι τέλος πάντων. Αν το τουρκο-ελληνικό λεξικό δεν είναι σεμνότυφο και έχει και την ερμηνεία "πρωκτός", δεν ξέρω πια τι να υποθέσω. Η φαντασία μου δεν πάει παραπέρα.
Ιδού λοιπόν η καλύτερη λύση:
     μπουζούκι το, είδος μουσικού οργάνου~ τουρκ. büzük 
     (Ν. Α. Ανδριώτη: Ετυμολογικό Λεξικό Της Κοινής Νεοελληνικής, σελ. 221).
Προσέξτε μια λεπτομέρεια: δεν υπάρχει η ερμηνεία της λέξης όπως στα άλλα λήμματα του ίδιου λεξικού.
Και μετά έρχονται οι άπειροι λεξικογράφοι και αναπαράγουν το λήμμα στους αιώνες των αιώνων. Και το καταπληκτικότερο: μετά από τόσα χρόνια αναπαραγόμενης γκάφας κατασκευάζουν μια καινούργια τούρκικη λέξη για να ετυμολογήσουν την λέξη "μπουζουξής"!:
     "μπουζουξής: [ΕΤΥΜ. < τουρκ. büzükcι]" (Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό Της Νέας
     Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 1154).
Η λέξη κατασκευάζεται ως εξής: Παίρνετε το "büzük". Από τις γνώσεις που έχετε για την νεοελληνική γλώσσα ξέρετε πολύ καλά πως η κατάληξη "–τσης" και "–τζης" είναι τουρκικής προέλευσης και αναφέρεται σε ιδιότητα και επάγγελμα. Την παίρνετε λοιπόν και την κολλάτε στο "büzük". Και επειδή αγνοείτε τους κανόνες της τουρκικής γλώσσας, που δεν θα δεχόταν η άτιμη ποτέ ένα c και ένα ι σε μια λέξη με δύο u και με k στην κατάληξη, εμφανίζεται η ανύπαρκτη λέξη "büzükcι". Αν ξέρατε τούρκικα, θα πέφτατε πάνω στη λέξη "büzükçü". Και ω τι ταραχή, αυτή η τελευταία υπάρχει! Αλλά επειδή δεν ξέρετε τούρκικα και δεν υπάρχει και συνεργάτης που να ξέρει τούρκικα, δεν παίρνετε χαμπάρι(2) το ανόμημα και όποιον πάρει ο Χάρος.
Αν τα βάλουμε λοιπόν όλα κάτω, βάσει των παραπάνω επιστημονικών αναλύσεων η ετυμολογία της λέξης "μπουζούκι" είναι:
     "μπουζούκι το, είδος μουσικού οργάνου ~ από τα τουρκ. büzük = πρωκτός ή ζαρωμένος, συνεσταλμένος",
η δε ετυμολογία της λέξης "μπουζουξής" είναι:
     "μπουζουξής: από τα αλαμπ.(3) büzükcι = πρωκτοτζής ή ζαρωμενατζής "


ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ – 
ΑΣ ΣΟΒΑΡΕΥΤΟΥΜΕ
Το μυστικό βρίσκεται κρυμμένο εδώ και δεκαετίες σε σπάνια χειρόγραφα, λεξικά και εγκυκλοπαίδειες:
Α. Θεοφυλακτίδου: ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥΡΚΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ, Κων/πολη 1960
σελ. 105
bozuk (μποζούκ): χαλασμένος, (μουσ) είδος μουσικού οργάνου με 9 χορδάς

ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ
ΥΔΡΙΑ – CAMBRIDGE – ΗΛΙΟΣ
, 8ος τόμος, σελ. 2626
Μπουζούκι: τουρκ. "βοζούκ"… H ονομασία του οφείλεται στην μακροχρόνια επαφή
Τούρκων και Ελλήνων και η ευρύτερη διάδοσή του στους Έλληνες της Μικράς Ασίας
που ήρθαν με την Μικρασιατική Καταστροφή (1922)

MEYDAN – LAROUSSE: ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟ ΚΑΙ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, σελ 540 bozuk: i. Türk halk musikisinde bir çalgι türü.
- Ansikl. Uzun saplι, tambura ve baGlama tipli Anadolu çalgιlarιnιn orta boydaki bir türüne
Güney ve Batι Anadolu'nun bazι bölgelerinde ve Kayseri ilinin köylerinde bozuk adι verilir…
Bir halk etimolojisine göre makamdam makama geçiSte, düzeninde deGiSiklik yapιldιGι için
bu adla anιlmaktadιr. Yunanistan'da buzuki adlι tipi pek yaygιndιr.
Μετάφραση: Bozuk (Μποζούκ) : μουσικό όργανο της τουρκικής λαϊκής μουσικής.
- Εγκυκλ. Ονομασία που δίνεται σε ορισμένες περιοχές της Νότιας και Δυτικής Ανατολίας και στα χωριά του νομού Κάισερι (Καισαρεία) σε ένα είδος μουσικού οργάνου της Ανατολίας, του τύπου του ταμπουρά και του μπαγλαμά , μετρίου μεγέθους και με μακρύ μπράτσο… Βάσει μιας λαϊκής ετυμολογίας το όνομά του οφείλεται στο ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές στο χόρδισμά του (στο ντουζένι του) στα περάσματα από τον ένα (μουσικό) δρόμο (μακάμι) στον άλλο. Στην Ελλάδα είναι πολύ διαδομένος ο τύπος του με την επωνυμία μπουζούκι.
(Σχόλιο: Η "αλλαγή" που αναφέρεται στο λήμμα είναι το λεγόμενο μποζούκ ντουζένι ["bozuk düzen"], το "χαλασμένο χόρδισμα".)

Αυτά.


Γ. Κατσαούνης, προσεκτικός αναγνώστης λεξικών και γνώστης της τουρκικής.

Αθήνα, Αύγουστος 1998


Προσθέτω και δύο λήμματα από την ENCYCLOPAEDIA BRITANNICA ('Eκδοση 1998 σε CD ROM)
Bouzouki: also spelled buzuki, long-necked string instrument of Greece, introduced by the Turks and closely related to the tanbur, a lute of Afghanistan. Resembling a mandolin, the bouzouki is fretted, with metal strings arranged in three or four double courses. The bouzouki is traditionally used for dancing and entertainment at social gatherings, although the music is usually nostalgic or melancholy.
Tanbur: also spelled TAMBUR, long-necked lute played under various names from the Balkans to northwestern Asia. Closely resembling the ancient Greek pandoura and the long lutes of ancient Egypt and Babylon, it has a deep, pear-shaped body; a fretted neck; and 2 to 10 double courses of metal strings fastened with front and side tuning pegs without a pegbox. The tanbur has remained popular since medieval times. Its derivatives include the Greek buzuki, the Romanian tamburitza, and the Indian sitar and tambura.
Copyright 1994-1998 Encyclopaedia Britannica





 Επιστροφή στις σελίδες ετυμολογίας
 Αρχική σελίδα του Νίκου Σαραντάκου




© 1998 Γ. Κατσαούνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: