H ιστορία των μουσικών οργάνων

 H ιστορία των μουσικών οργάνων 


  1. Το drum set πρωτοεμφανίστηκε το 1880 όταν οι μπάντες της εποχής μετέφεραν την μουσική τους από τις παρελάσεις στις κλειστές αίθουσες. Οικονομικοί λόγοι αλλά και ο περιορισμένος χώρος απαιτούσαν έναν μόνο μουσικό που να συνδυάζει και να παίζει με επιτυχία όλα τα παραδοσιακά κρουστά μπάντας(ταμπούρο, κάσα, πιάτα). Έτσι τα πεντάλ, με τα οποία τα πόδια θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται όπως και τα χέρια, απέκτησαν μεγάλη σημασία. Ήδη από το 1850 υπήρχαν διάφοροι τύποι πενταλ. Σε ένα τύπο μάλιστα ήταν δυνατό το πόδι να χτυπάει ταυτόχρονα την κάσα και ένα πιάτο.Το πρώτο ανεξάρτητο πεντάλ κατασκευάστηκε από τον Ludwig το 1909 και θυμίζει πολύ τα σύγχρονα μοντέλα. Η εποχή του ρόκ έφερε επανάσταση στον κατασκευαστικό τομέα. Τα μεταλλικά εξαρτήματα, βασεις όπως τα πεντάλ, στεφάνια κτλ έγιναν πολύ πιο γερά για να αντέχουν στην σκληρή δοκιμασία από τα αλύπητα χτυπήματα των ρόκ ντράμερ. Τα δέρματα αντικαταστάθηκαν από πλαστικές ύλες για μεγαλύτερη σταθερότητα και αντοχή στον χρόνο. Πολλοί ντράμερ χρησιμοποιούν μεγάλα σέτ με κάσες και στα δύο πόδια καθώς και μεγάλο αριθμό τόμ και πιατινιών, κυρίως στην ρόκ μουσική. Αντίθετα στην Τζάζ οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τα απολύτως απαραίτητα, δηλαδή ταμπούρο, κάσα, χάι χάτ, δύο πιατίνια και δύο τόμ. Τα ηλεκτρονικά ντράμς χρησιμοποιούνται αρκετά κυρίως στο στούντιο ηχογράφησης. Οι ήχοι που διαθέτουν σήμερα είναι πολύ καλοί, με εξαίρεση ίσως τα πιατίνια που δύσκολα αναπαράγονται ακόμη κι από τους καλύτερους δειγματολήπτες (samplers).  
  2. ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΚΙΘΑΡΑ
Η εταιρία Rickenbacker κατασκεύασε το 1931 την πρώτη ηλεκτρακουστική κιθάρα με κάψα. Ακολούθησε η Gibson το 1935 με το πρώτο ΅σκάφοςΆ (hollow body) την φημησμένη ES150 που χρησιμοποιούσε τους μαγνήτες ΅Charlie ChristianΆ. Αυτός ο τύπος κιθάρας είναι ακόμη δημοφιλής στην Τζάζ. Αντίθετα στην ρόκ μουσική οι μεγαλύτερες εντάσεις δημιουργούσαν μικροφωνισμούς λόγω της ύπαρξης του αντιηχείου. Έτσι το 1948 η εταιρία Fender κατασκεύασε την πρώτη κιθάρα με συμπαγές σώμα, την Telecaster. Η Gibson απάντησε με το μοντέλο ΅Les PaulΆ χρησιμοποιώντας το όνομα γνωστού κιθαρίστα της εποχής που συμμετείχε ενεργά στους πειραματισμούς της εταιρίας. Το 1954 η Fender κατασκεύασε ένα μοντέλο με τρείς μαγνήτες και με λεβιέ βιμπράτο, την περίφημη Stratocaster. Τέλος, στην δεκαετία του Ά50, η Gibson εισήγαγε την σειρα 300 που είχε λεπτότερο αντιηχείο και έτσι ήταν λιγότερο ευαίσθητη στους μικροφωνισμούς.
Η ηλεκτρική κιθάρα κατέχει πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της μοντέρνας μουσικής του 20ου αιώνα. Ο ενισχυμένος ήχος και η δυνατότητα χρήσης εφφέ την καθιστά κυρίαρχο όργανο σε όλα τα είδη μοντέρνας μουσικής (Τζάζ, ρόκ, μπλούζ, σόουλ, φάνκ, λάτιν, πόπ κτλ).

3. ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΜΠΑΣΟ
Το πρώτο ηλεκτρικό μπάσσο κατασκευάστηκε από τον Leo Fender το 1951. Έγινε αμέσως πολύ δημοφιλές γιατί μεταφερόταν εύκολα, τα τάστα εξασφάλιζαν την τονική ακρίβεια του παραγόμενου ήχου και η έντασή του με τον κατάλληλο ενισχυτή ήταν πολύ μεγαλύτερη από του κοντραμπάσσου. Στην Τζάζ είναι λιγότερο δημοφιλές αν και πολλοί μπασίστες χρησιμοποιούν σήμερα και τα δύο όργανα ανάλογα με τις μουσικές απαιτήσεις. Το ηλεκτρικό μπάσσο δίνει την δυνατότητα στον μουσικό να χρησιμοποιήσει διάφορα ηλεκτρονικά εφφέ, ακριβώς όπως και στην ηλεκτρική κιθάρα.

4. ΣΑΞΟΦΩΝΟ
Σαξόφωνο είναι ένα μεταλλικό (χάλκινο) όργανο που έχει επιστόμιο με μονό γλωσσίδι (), όπως του κλαρινέτου, και επινοήθηκε το 1840 από τον A.Sax. H διάτρηση του σωλήνα είναι έντονα κωνική. Αρχικά κατασκευάστηκε το σαξόφωνο ως μπάσο πνευστό, σε αντιστοιχία με το μπάσο κλαρινέτο. Τα κλειδιά και οι τάπες του σαξοφώνου () σχηματίζουν ένα πολύπλοκο μηχανισμό ελέγχου των ήχων του οργάνου..
Σήμερα κατασκευάζονται οκτώ (Cool μεγέθη σαξοφώνων, από το σοπρανίνο, μέχρι το υποκοντραμπάσο. Κυριότεροι εκπρόσωποι αυτών των μεγεθών είναι το άλτο (μι ύφεση, ) και το τενόρο σαξόφωνο (σι). Τα δύο αμέσως υψηλότερα στον ήχο μεγέθη, το σοπρανίνο, , και το σοπράνο, , σαξόφωνο, έχουν ευθύ ηχητικό σωλήνα (εικόνα δεξιά). Ο σωλήνας των υπολοίπων (άλτο, , τενόρο, , βαρύτονο, , μπάσο, κοντραμπάσο και υποκοντραμπάσο, ) έχει ένα απλό γύρισμα με ανορθωμένη καμπάνα (εικόνα αριστερά).
Το σαξόφωνο έχει ένα χαρακτηριστικό, γεμάτο, σε υψηλούς τόνους διαπεραστικό (, , ) και σε μεσαίους τόνους γλυκό ήχο (). Σε χαμηλούς τόνους ο ήχος του θυμίζει τρίξιμο (, ). 'Ηδη από το ξεκίνημά του διαδόθηκε αυτό το όργανο σε στρατιωτικές μπάντες (), ενώ στη συμφωνική ορχήστρα (), στην οποία παίζει με τα ξύλινα πνευστά, δεν υιοθετήθηκε ευρέως, αν και το χρησιμοποίησαν συχνά ως σόλο όργανο αρκετοί ονομαστοί συνθέτες (Μπερλιόζ, Μπιζέ, Ραβέλ, Στραβίνσκυ κ.ά.)
Σημαντική θέση κατέκτησε όμως το σαξόφωνο στη μουσική Jazz από το 1920 περίπου, υποκαθιστώντας σταδιακά το κλαρινέτο. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται συχνά ακόμα σολιστικά , όμως από το 1930 περίπου, καθιερώθηκε η τριφωνία ή πενταφωνία των σαξοφώνων, με πιθανό συμπλήρωμα από κλαρινέτο (). Ανάλογη χρήση του οργάνου αυτού γίνεται στη μουσική για χορό. Στο επόμενο κομμάτι μουσικής από τη Λατινική Αμερική εισάγει η τρομπέτα ένα θέμα, το οποίο ολοκληρώνεται από το σαξόφωνο ().



ΦΛΑΟΥΤΟ ΜΕ ΡΑΜΦΟΣ
Πρόδρομες μορφές του φλάουτου με ράμφος βρίσκουμε από τον 11ο αιώνα που πιθανώς είναι Ασιατικής προελεύσεως. Γύρω στο 1500 το φλάουτο με ράμφος εμφανίζει την κατασκευαστική δομή που έχει σήμερα ενώ το συναντούμε σε διάφορα μεγέθη να συμμετέχει σε σύνολα δωματίου. Στα μέσα του 1600 αποκτά τη σημερινή του μορφή. Κατά την περίοδο 1600-1750 γράφονται πολλά σολιστικά έργα για φλάουτο με ράμφος ενώ στις παρτιτούρες ορχήστρας γίνεται αναφορά με τον όρο flute, σε αντίθεση με το φλάουτο που το αποκαλούν «Γερμανικό φλάουτο» (Flute Allemande, German Flute). Παρόλα αυτά γύρω στο 1750 υποσκελίζεται από το φλάουτο. Ξανακάνει την εμφάνισή του στις αρχές του αιώνα μας κυρίως με τη μορφή που είχε την περίοδο του Μπαρόκ.


ΛΑΟΥΤΟ
Όργανα τύπου λαούτου υπάρχουν από το 2000 π.Χ. Στην Ανατολική Ευρώπη ήρθε τον 7ο αιώνα και στη Δυτική Ευρώπη τον 13ο αιώνα, προερχόμενο από το Αραβικό ούτι (ud). Τα πρώτα Ευρωπαϊκά λαούτα είχαν, όπως τα Αραβικά, 4 χορδές και παίζονταν με πένα. Στο μεσαίωνα το λαούτο συνδέθηκε με τους τροβαδούρους και τους τρουβέρους. Από το 1600 γίνεται πολύ δημοφιλές. Χρησιμοποιείται για τη συνοδεία τραγουδιών (μαδριγάλια), στη μουσική δωματίου, αλλά αποκτά και σημαντικό σόλο ρεπερτόριο, κυριαρχώντας στη μουσική της Αναγέννησης και του Μπαρόκ.
Στην ιστορία του λαούτου υπήρξαν πολλοί τύποι αυτού του οργάνου. Περνώντας από διάφορα στάδια εξέλιξης το λαούτο πήρε την χαρακτηριστική του μορφή τον 16ο αιώνα. Συνήθως είχε 6 ζευγάρια χορδών από τις οποίες η ψηλότερη ήταν συχνά μονή προορισμένη να παίζει τη μελωδία. Είχε τάστα από έντερο και παιζόταν με τα δάκτυλα, χωρίς πένα. Μετά το 1600, διάφορες τροποποιήσεις που έγιναν στο λαούτο δημιουργούν μια νέα κατηγορία μεγαλύτερων λαούτων, τα archlutes, που βασικό χαρακτηριστικό τους ήταν οι προσθήκες μακρύτερων χορδών, οι οποίες δεν παίζονταν με το αριστερό χέρι. Τέτοια όργανα ήταν η θεόρβη, το theorbe-lute και το chitarrone, με χρήση και στο μπάσσο κοντίνουο. Τον 18ο αιώνα τα πληκτροφόρα εκτόπισαν το λαούτο. Στον αίωνα μας όμως, το λαούτο ξαναέκανε την εμφάνιση του για την ερμηνεία έργων παλιάς μουσικής.


VIOLA DA GAMBA Ή VIOLViola da gamba (gamba: το πόδι στα Ιταλικά) είναι ο Ιταλικός όρος για το viol ώστε να διακρίνεται από το viol χεριού ή αλλιώς viola da braccio. Ως Viol χαρακτηρίζεται μια ολόκληρη οικογένεια οργάνων, τα οποία κρατιόντουσαν κάθετα ανάμεσα στα γόνατα του εκτελεστή και που ήταν πολύ δημοφιλή από το 1500 ως το 1750, τόσο ως σόλο όργανα όσο και στη μουσική δωματίου. Εμφανίστηκε γύρω στο τέλος του 15ου αιώνα στην Ισπανία, πιθανόν από το νυκτό έγχορδο vihuela, και πέρασε γρήγορα στην Ιταλία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη: πρίμο, τενόρο και μπάσσο, ενώ αργότερα προστέθηκε και το violone, το κόντρα-μπάσσο viol, ο πρόγονος του σημερινού κοντρα-μπάσσου. Οι δύο μικρότεροι τύποι του viol παραμερίστηκαν σιγά-σιγά από το δυνατότερο και πιο ευέλικτο βιολί. Το μπάσσσο viol όμως ή viola da gamba, όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται, συνέχισε να χρησιμοποείται, ειδικά στο μπάσσο κοντίνουο. Όταν το μπάσσο κοντίνουο παραμερίστηκε στην κλασσική περιόδο, το viol εξαφανίστηκε εντελώς. Ξαναήρθε στο προσκήνιο στον αιώνα μας.



ΠΙΑΝΟ
Το πιάνο, που έχει τόσο σημαντική θέση στη Δυτική μουσική, έρχεται στα τέλη του 18ου αιώνα για να υπερισχύσει σταδιακά του clavichord και του τσέμπαλου. Η μεγάλη διαφορά και υπεροχή του σε σχέση με όλα τα πληκτροφόρα πριν από αυτό, είναι η ικανότητά του να παράγει ήχους με αυξομειούμενη ένταση. Eφευρέτης του μηχανισμού ήταν ο Bartolomeo Crostofori (Φλωρεντία, 1709). Έκτοτε, συνεχείς βελτιώσεις στον μηχανισμό, όπως το μεταλλικό πλαίσιο, οι διασταυούμενες χορδές, η διπλή ρεπετισιόν, οδήγησαν το πιάνο στη μορφή που το ξέρουμε σήμερα γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα.
Το πρώτο ρεσιτάλ πιάνου δόθηκε το 1768 από τον Johann Christian Bach στο Λονδίνο. Συνθέτες που πρώτοι εξερέυνησαν τις δυνατότητες του καινούργιου οργάνου ήταν οι Clementi, Haydn και Mozart. Έκτοτε, σχεδόν όλοι οι συνθέτες έγραψαν για το πιάνο δημιουργώντας ένα ρεπερτόριο του ξεπερνά σε ποσότητα το ρεπερτόριο κάθε άλλου οργάνου. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα όργανα της μουσικής δωματίου ενώ παίζει σπουδαίο ρόλο στη μουσική της τζαζ.


ΤΣΕΜΠΑΛΟ
Το τσέμπαλο εμφανίζεται και εξελίσσεται γύρω στον 15ο αιώνα, αρχίζει όμως να χρησιμοποιείται ευρύτατα από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι ότι συναντούμε μεγάλες διαφοροποιήσεις στην κατασκευή, αναλόγως με την χώρα προέλευσης των οργάνων. Η πρώτη σχολή κατασκευής που βρίσκουμε είναι στην Ιταλία γύρω στο 1500. Το Ιταλικό όργανο χαρακτηριζόταν από το σχετικά μικρό του μέγεθος και τον δυνατό και διαπεραστικό ήχο του. Κατασκευαζόταν από ξύλο κυπαρισσιού είχε συνήθως ένα πληκτρολόγιο, ενώ η κατασκευή του ήταν εξαιρετικά λεπτή και εύθραυστη (το πάχος των τοιχωμάτων του ηχείου δεν ξεπερνούσε τα 3 χιλ).
Στα μέσα του 16ου αιώνα στην Αμβέρσα κάνουν την εμφάνισή τους όργανα που αργότερα θα είναι τυπικά της Φλαμανδικής σχολής. Έχουν δυνατό ήχο, είναι μεγαλύτερα σε διαστάσεις, με στιβαρή κατασκευή και από τα τέλη του 16ου αιώνα. είναι εφοδιασμένα με δύο πληκτρολόγια. Ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα κινούνται οι κατασκευαστές στη Γαλλία, Αγγλία και Γερμανία, διαφοροποιώντας διαστάσεις και υλικά, καταλήγοντας, μερικές φορές, σε μεγάλες διαφορές ηχοχρωμάτων. Στο τέλος του 18ου αιώνα το τσέμπαλο χάνεται και αντικαθίσταται από το πιάνο. Επανέρχεται στο τέλος του19ου με αρχές του 20ου αιώνα με κατασκευαστικές διαφοροποιήσεις που θυμίζουν περισσότερο το πιάνο (σε τέτοια όργανα έπαιζε η Wanda Landowska, η οποία συνεισέφερε πολύ στην εκ νέου διάδοση του οργάνου). Τα όργανα αυτά όμως αποδείχθηκαν κατώτερα σε ποιότητα των παλιών και έτσι οι περισσότεροι τσεμπαλίστες σήμερα προτιμούν να χρησιμοποιούν αντίγραφα των πρωτοτύπων. Συγγενή με το τσέμπαλο όργανα είναι η σπινέτα και το βίρτζιναλ.


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ
Το πρώτο όργανο, που μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδρομος του εκκλησιαστικού, κατασκευάστηκε στην τον 3ο αιώνα και ήταν μια εφεύρεση του Κτησιβίου του Αλεξανδρέα. Ονομαζόταν ΅ΎδραυλιςΆ, γιατί η κανονική πίεση του αέρα, που μεταβιβαζόταν διαμέσου των πλήκρων στους αυλούς, ρυθμίζονταν με ένα υδραυλικό σύστημα. Η Ύδραυλις χρησιμοποιήθηκε πολύ από τους Ρωμαίους.Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας χάθηκαν τα είδη της στη Δύση, εξακολούθησε όμως να χρησιμοποιείται στο Βυζάντιο, όπου ονομαζόταν πια Όργανο. Το 757 μ.Χ. ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος έστειλε δώρο ένα Όργανο στον αυτοκράτορα των Φράγκων Πιππίνος και το 812 οι βυζαντινοί επισκέπτες χάρισαν ένα δεύτερο στον Καρλομάγνο. Το 14ο-15ο αιώνα το εκκλησιαστικό όργανο είχε ήδη αποκτήσει πολλές συστοιχίες αυλών, τα ρετζίστρα, περισσότερα από ένα πληκτρολόγιο και πεντάλ. Τον 17ο άλλαξε ριζικά η όψη και πολλαπλασιάστηκαν τα ρετζίστρα. Σημαντικοί κατασκευαστές οργάνων του 17ου και 18ου ήταν ο A. Schnitger, οι αδελφοί Silbermann, ο R.Clicqout. Το 2ο μισό του 18ου αιώνα το όργανο άλλαξε χαρακτήρα. Προστέθηκαν ορχηστρικά χρώματα και έγιναν αλλαγές δυναμικής . Τον 20ο αιώνα, παρά τις τεχνολογικές δυνατότητες, για λόγους ιστορικούς, οι εκτελεστές επιστρέφουν σε όργανα με ήχο όμοιο με αυτόν των οργάνων της εποχής του μπαρόκ. Συγγενείς τύποι του εκκλησιαστικού οργάνου είναι το portativ, το positiv, το regal και το Αρμόνιο (harmonium).


ΤΣΕΛΕΣΤΑ
Εφευρέθηκε το 1886 από τον Γάλλο Auguste Mustel.

ΚΙΘΑΡΑ
Όργανα παρόμοια με την κιθάρα υπάρχουν από την αρχαιότητα. Η πρώτη αναφορά σε όργανο με αύτο το όνομα γίνεται τον 14ο αιώνα με την guitarra latina, ένα όργανο με καμπυλόγραμμο ηχείο και 4 χορδές. Πιθανόν να προέρχεται από την Ισπανία όπου τον 16ο αιώνα η κιθάρα συνυπήρχε με τη vihuela, ένα όργανο παρόμοιου σχήματος με αυτό της κιθάρας το οποίο χρησιμοποιόταν στη θέση του λαούτου. Ο αρχικός τύπος κιθάρας ήταν στενής φόρμας και είχε 3 ζευγάρια από διπλές χορδές και μία μονή, οι οποίες κουρδίζονταν με ξύλινα κλειδιά σαν του βιολιού. Από τον 16ο και 17ο αιώνα η κιθάρα γίνεται. πολύ δημοφιλής καθώς σταδιακά παραμερίζεται η vihuela και το λαούτο. Στα τέλη του 16ου αίωνα προστίθεται ένα 5ο ζευγάρι χορδών και στις αρχές του 18ου ένα έκτο. Στα μέσα του 18ου αιώνα αποκτά τη σημερινή της φόρμα. Το ηχείο φαρδαίνει, η καμπύλη του γίνεται πιο έντονη, τα 5 ζευγάρια διπλών χορδών γίνονται 5 μονές ενώ προστίθεται η έκτη χορδή. Την ίδια εποχή τοποθετείται ο μηχανισμός κουρδίσματος με μεταλλικά κλειδιά. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο A.Torres κατασκευάζει ένα μοντέλο κιθάρας το οποίο είναι το μοντέλο κλασσικής κιθάρας που χρησιμοποιείται σήμερα. Το κάτω μέρος του ηχείου είναι φαρδύτερο και έχει λεπτές, ξύλινες μπάρες προσαρμοσμένες κάτω από το καπάκι, στο εσωτερικό του ηχείου, για τη βελτίωση και την ενίσχυση του ήχου. Σημαντικό ρόλο στην ιστορία της κιθάρας έπαιξαν ο Spaniard Francisco Tarrega (1852-1909), ο οποίος συνέβαλε ιδιαίτερα στην εξέλιξη της τεχνικής της, καθώς και ο Andres Segovia, που έδωσε στην κιθάρα περισσότερη αίγλη σαν όργανο κοντσέρτου.Υπάρχουν διάφορα είδη κιθάρας που χρησιμοποιούνται σε πάρα πολλά είδη μουσικής από την λαϊκή ως τη ροκ.

ΑΡΠΑ
Η άρπα είναι ένα από τα αρχαιότερα όργανα (από το 6000 π.Χ.). Την χρησιμοποιούσαν στην Αίγυπτο και Μεσοποταμία και από εκεί εξαπλώθηκε στην Ελλάδα και Ρώμη τον 4ο αιώνα πΧ. Τον 8ο αιώνα μΧ έρχεται και στην Δυτική Ευρώπη. Εμφανιζόταν συχνά στην ορχήστρα τον 17ο αιώνα αλλά αργότερα, και μέχρι τον 19ο αιώνα, η χρήση της ήταν σπάνια, λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων της. Ξαναβρίσκει τη θέση της στην ορχήστρα το 19ο αιώνα μετά από σημαντικές βελτιώσεις στο μηχανισμό της άρπας (double-action harp) που έγιναν στο διάστημα αυτό, οπότε και εμπλουτίζεται το ρεπερτόριό της με έργα σολιστικά και μουσικής δωματίου.Υπάρχουν πολλές μορφές άρπας στη λαϊκή μουσική πολλών λαών από τη Λατινική Αμερική και την Ασία ως την Αφρική και την Ευρωπη.

BONGOS
Τα bongos είναι Κουβανέζικα κρουστα που, μαζί με τα Congas και τα Timbales, κυριαρχούν στη χορευτική Latin μουσική. Χρησιμοποιούνται στη τζαζ και ροκ μουσική.

ΓΚΡΑΝ-ΚΑΣΑ
Εξελίχθηκε μετά τον 18ο αιώνα από τα μπάσσα τύμπανα των Γεννίτσαρων που θυμίζουν το σημερινό Τούρκικο davul. Τα πρώτα Ευρωπαικά μπάσσα ταμπούρα είχαν μεγαλύτερο βάθος από διάμετρο. Σταδιακά η διάμετρος αυξήθηκε ενώ το βάθος μειώθηκε. Σε διαφορετικές διαστάσεις χρησιμοπλοιείται στη τζαζ και ροκ όπου μπορεί να υπάρχει μηχανισμός ποδιού.

ΤΑΜΠΟΥΡΙΝΟΤαμπουρίνα χωρις τζίλια υπάρχουν από την αρχαιότητα. Με τζίλια εμφανίζονται στο Μεσαίωνα, αρχικά στη Μέση Ανατολή και το 1300 στην Ευρώπη. Υπήρξαν πάντα στενά συνδεδεμένα με την παραδοσιακή μουσική πολλών εθνών όλου του κόσμου, κυρίως όμως της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής (bendir, deff, req, tar, daira κ.α.) και εμφανίζονταν σε διάφορες παραλλαγές και σχήματα (εξάγωνα στη Χιλή, οκτάγωνα στη Κίνα, τετράγωνα στην Πορτογαλία και Ισπανία). Στην Ελλάδα, το γνωστό σε όλους μας ντέφι, δεν είναι παρά ένα ταμπουρίνο χωρις μεμβράνη και προέρχεται από το Αραβικό Deff.

ΤΑΜΠΟΥΡΟ
Είναι από τα αρχαιότερα μουσικά όργανα της ανθρωπότητας, συνδεδεμένο πολλές φορές με τελετές μαγείας. Είδη ταμπούρου εμφανίζονται σε τοιχογραφίες και εικόνες πολλών αρχαίων πολιτισμών όπως πχ. της Αιγύπτου. Στον Μεσαίωνα εμφανίζεται σε πολλά σημεία της Ευρώπης και από το 1700, το ταμπούρο, συμπεριλαμβάνεται στην ορχήστρα. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη ροκ και τζαζ μουσική.

ΤΥMΠΑΝΑ
Τα τύμπανα είναι Ασιατικής καταγωγής και ήρθαν στην Ευρώπη γύρω στο 13ο αιώνα. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μουσική του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Η μεγάλη φόρμα πρωτοσυναντάται τον 15ο αιώνα ενώ από το 1500 τα τύμπανα αποκτούν τη δυνατότητα να δίνουν περισσότερες από μια νότες με τη μέθοδο κουρδίσματος με βίδες. Τα πρώτα τύμπανα μικρότερου από το σημερινό μέγεθος εμφανίστηκαν στην ορχήστρα τον 17ο αιώνα. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η ορχήστρα είχε δυό τύμπανα ενώ πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1872 ο μηχανισμός πεντάλ για το κούρδισμα.

ΚΑΣΤΑΝΙΕΤΕΣ
Χαρακτηριστικό όργανο της λαϊκής Ισπανικής μουσικής, που πιθανόν να προέρχεται από τα Αρχαία Κύμβαλα, και που αρχικά κατασκευαζόταν από ξύλο καστανιάς. Χρησιμοποιήθηκαν και στην Αρχαία Αίγυπτο και Αρχαία Ελλάδα ως συνοδεία σε χορευτικούς ρυθμούς.

ΚΥΜΒΑΛΑ
Η καταγωγή τους είναι από την ¶πω Ανατολή και η προϊστορία τους χάνεται στους αιώνες. Στην ορχήστρα μπήκαν μαζί με το τρίγωνο και τα ταμπούρα, προερχόμενα από τις στρατιωτικές μπάντες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χρησιμοποιούνται ευρέως στη συμφωνική, ροκ και τζαζ μουσική αλλά και σε όποια μουσική χρησιμοποιεί το drum set.

ΓΚΟΝΓΚ
Προέρχεται από την Κίνα και Ινδονησία όπου κατασκευάζονται από τον 6ο αιώνα π.Χ.. Στην Ευρώπη ήρθαν τον 18ο αιώνα. Στη ορχήστρα διακρίνονται στα γκόνγκ, που έχουν μικρότερη διάμετρο και μπορούν να δίνουν συγκεκριμένη τονική οξύτητα και στα ταμ-ταμ, που έχουν μεγαλύτερη διάμετρο.

ΣΩΛΗΝΩΤΕΣ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
Η παλιότερη μορφή του οργάνου αυτού ήταν μια σειρά με αληθινές καμπάνες διαφορετικών μεγεθών που τις κτυπούσαν με σφυριά ή ξύλινες μπαγκέτες και συνόδευαν λειτουργίες. Καθώς από το 1510 αυξάνεται ο αριθμός των καμπανών, μπορούν να χρησιμοποιούνται πια σαν μουσικά όργανα, παρόλο που οι εκτελεστές τις χτυπούσαν από μέσα. Από τον 17ο αιώνα αντικαθίστανται οι καμπάνες από μεταλλικούς σωλήνες.

Μπουζούκι
Από πολύ παλιά χρησιμοποιείται στην Ελλάδα η ονομασία ταμπουράς για μια σειρά έγχορδα όργανα της οικογένειας του Λαγούτου. Τα όργανα αυτά, ανάλογα με το μέγεθος, τον αριθμό χορδών και το κούρδισμα είναι γνωστά με τις ονομασίες: σάζι, μπουζούκι, γιοκάρι, μπουλκαρί, κίτελι, καβόντο, τζιβάρι, καραντουζένι, τζουράς κ.λ.π. Σήμερα, απ' την ποικιλία των ταμπουράδων παίζονται το μπουζούκι, ο μπαγλαμάς, το σάζι (που λένε και ταμπουρά), καθώς και ο τζουράς. Οι ονομασίες αυτές είναι γνωστές από τη μακρόχρονη επικοινωνία των Ελλήνων με τους Τούρκους.
Όργανα, όμως, του τύπου "ταμπουράς" (με μακρύ χέρι και μικρό ηχείο) ανιχνεύονται στον Ελλαδικό χώρο από τους αρχαιοελληνικούς χρόνους με την ονομασία "Πανδούρα" ή "τρίχορδο". Η σημερινή ονομασία "ταμπουράς" προέρχεται απ' το αρχαιοελληνικό "Πανδούρα". Η πορεία "μετάλλαξης" της λέξης μες στο χρόνο προσδιορίζεται ως εξής: Πανδούρα--> φανδούρα--> θαμπούρα-->θαμπούριν--> ταμπούριν--> ταμπούραν --> ταμπουράς

Από τα αρχαιολογικά ευρήματα, σχετιζόμενα με την Πανδούρα, ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής:
-- το ανάγλυφο της Μαντινείας του 4ου π.Χ. αιώνα
-- οι τερακότες με παραστάσεις οργάνων του ίδιου τύπου και
-- η παράσταση σε μωσαϊκό μιας Πανδούρας στο παλάτι των βυζαντινών αυτοκρατόρων
Έκτοτε, η πορεία του ταμπουρά και παραλλαγών του στους επόμενους Βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους μαρτυρείται από πολλές φιλολογικές και εικονογραφικές πηγές. *
Η ευρεία διάδοση των οργάνων τύπου "ταμπουρά" στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, που ήρθαν στη χώρα ύστερα από τη καταστροφή του '22 και την ανταλλαγή των πληθυσμών το '23, οπότε και αρχίζει η διαμόρφωση της λαϊκής μας μουσικής, όπως την γνωρίζουμε σήμερα.
(*πηγή: Το μπουζούκι από την αρχαία Ελλάδα,Τάκης Λουκαρέας, μουσικός εκδοτικός οίκος Νεάνες, Καλαμάτα 2001 )

ΜΑΡΑΚΕΣ
Ινδιάνικο όργανο από την κεντρική Λατινική Αμερική που αρχικά κατασκευάζονταν από κενές κολοκύθες στερεωμένες σε ξύλινη λαβή. Έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη μουσική των Ινδιάνων και στις θρησκευτικές τελετές τους.

ΜΑΡΙΜΠΑ
Εξελίχθηκε το 1910 στις ΗΠΑ από το Αφρικάνικο όργανο ΅marimbaΆ, που ήρθε στην Κεντρική Αμερική με τους Αφρικάνους σκλάβους. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στη Τζαζ και Λατινοαμερικάνικη μουσική.

ΜΕΤΑΛΛΟΦΩΝΟ
Το μεταλλόφωνο δεν αναφέρεται στην Ευρώπη πριν τον 17ο αιώνα και είναι σπάνια η χρήση του στην ορχήστρα μέχρι τα μέσα του 19ου. Χρησιμοποιείται και στη Τζαζ.

ΤΡΙΓΩΝΟ
Πρόγονος του είναι το Αιγυπτιακό sistrum και ως μουσικό όργανο συναντάται στην Ευρώπη από τον 14ο αιώνα. Το συναντάμε στην ορχήστρα από το 1710, αλλά μόνιμη θέση αποκτά τον 19ο αιώνα.

ΒΙΜΠΡΑΦΩΝΟΚατασκευάστηκε το1916 στις ΗΠΑ από την εταιρεία Leedy Drum Co. Διάσημοι σολίστ, όπως ο Lionel Hampton, έκαναν το βιμπράφωνο γνωστό σε όλον τον κόσμο. Σύντομα μεγάλοι συνθέτες, όπως ο Αlban Berg το 1934, το χρησιμοποίησαν στις συνθέσεις τους καθιστόντας το έτσι όργανο της συμφωνικής ορχήστρας ενώ χρησιμοποιείται πολύ και στη τζάζ.

ΞΥΛΟΦΩΝΟ
Πρόγονος του είναι το όργανο gambang που συναντάται με λίγες πλάκες από πολύ παλιά στην Ωκεανία και στους Ινδιάνους της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Διαφορετικοί τύποι ξυλόφωνων συναντόνται από τον 15ο αιώνα στην Ευρώπη και από το τέλος του 19ο συμπεριλαμβάνονται στην ορχήστρα. Χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη Ragtime και στη Τζαζ.

ΚΟΝΤΡΑ ΜΠΑΣΣΟ
Ο πρόγονος του είναι το κόντρα μπάσσο Viol ή Violone από την οικογένεια του Viol. Μαρτυρίες για τη χρήση οργάνων στο ύψος του ανθρώπου, που παίζονταν σε όρθια στάση υπάρχουν ήδη από τις αρχές του 16ου αιώνα. Στα μουσικά σύνολα αρχίζει να χρησιμοποιείται από τα μέσα του 16ου αιώνα. Στα διάφορα ιστορικά στάδια της εξέλιξής του ποίκιλε ο αριθμός των χορδών (από 3 εως 6), όπως διέφερε το σχήμα, το κούρδισμα και η έκταση του οργάνου. Στην ορχήστρα εμφανίζεται από τις αρχές του 18ου αιώνα, στην αρχή για να ενισχύει, παίζοντας κατά μια οκτάβα χαμηλότερα, τη φωνή του βιολοντσέλλου. Από την κλασσική περιόδο αρχίζει να έχει το δικό του ανεξάρτητο μέρος στην ορχήστρα. Υπάρχουν δύο τύποι δοξαριού για το μπάσσο. Στη Γαλλία χρησιμοποιείται δοξάρι τύπου βιολιού ενώ στην Αυστρία και στις Γερμανόφωνες χώρες το δοξάρι είναι πιο κοντά στον παλιό τύπο δοξαριού που χρησιμοποιόταν τον 19ο αιώνα (Simandl Bogen). Ανάλογα με το τύπο του δοξαριού που χρησιμοποιείται, διαφέρει και το κράτημα. Το ρεπερτόριο και ο ρόλος του κοντραμπάσσου διευρύνεται σημαντικά τον 20ο αιώνα ενώ έχει σημαντική θέση στην Τζαζ όταν, στη δεκαετία του 20, αντικατέστησε τη τούμπα για να τονίζει τον βασικό ρυθμό και την αρμονία, παίζοντας συνήθως pizzicato.

ΒΙΟΛΟΝΤΣΕΛΛΟ
προέρχεται από την οικογένεια της Viola da Braccio. Μια άλλη παλιότερη οικογένεια, που αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από αυτή της Viola da Braccio, ήταν η οικογένεια της viola da Gamba. Τα μπάσσα όργανα αυτών των δύο οικογενειών έχουν μια παράλληλη πορεία ως τον 17ο αιώνα, με ποικίλες ονομασίες, οπότε και διασταυρώνονται. Η ονομασία βιολοντσέλλο πρωτοεμφανίζεται το 1665 ενώ το όργανο παίρνει τις σημερινές του διαστάσεις και σχήμα μετά το 1701 από τον Stradivari. Το τσέλλο σχηματίζει μαζί με το τσέμπαλο το μπάσσο-κοντίνουο, τη βασικότερη μορφή συνοδείας της εποχής του μπαρόκ. Τον 18ο αιώνα το τσέλλο παραμερίζει τη viola da gamba και αρχίζει να θεωρείται δεξιοτεχνικό, σόλο όργανο.

ΒΙΟΛΑ
προέρχεται από τη viola da braccio. Υπήρξε μέλος της οικογένειας του βιολιού ήδη από το 1530. Στην βόρεια Ιταλία η χρήση της βιόλας περιοριζόταν για τα ενδιάμεσα μέρη τετράφωνων συνθέσεων. Οι βιόλες χωρίζονταν σε alto, contralto και tenor ανάλογα με το μέγεθός και το κούρδισμά τους. Η πιο παλιά βιόλα που υπάρχει σήμερα είναι του Adrea Amati κατασκευής 1574 και είναι λιγο μεγαλύτερη σε μήκος από τα σημερινά μεγέθη. Γύρω στα 1700 οι μεγάλοι κατασκευαστές βιολιού έφτιαξαν τις πρώτες βιόλες στις σημερινές περίπου διαστάσεις. Παρόλα αυτά οι διαστάσεις της βιόλας δεν έχουν σταθεροποιηθεί σε συγκεκριμένα νούμερα. Ο μεγάλος βιολίστας Lionel Tertis καθιέρωσε ως ιδανικό μέσο όρο τα 42,5 εκ. μόλις από το 1937.

ΒΙΟΛI
Πρόγονοι του βιολιού είναι το αναγεννησιακό όργανο Fiddle, το Rebec και η Lira da Braccio. Πήρε την κλασσική του μορφή στα μέσα του 16ου αιώνα από τον διάσημο Ιταλό κατασκευαστή εγχόρδων οργάνων Adrea Amati και τελειοποιήθηκε αργότερα (ως το 1750) από τον Nicolo Amati και τους μαθητές του Antonio Stradivari και Giuseppe Guarneri. Έκτοτε δεν έχουν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές στο σχήμα, στα υλικά κατασκευής και στην ακουστική δομή του βιολιού. Μεγάλη ήταν η συμβολή του Niccolo Paganini στην τεχνική του βιολιού, ο οποίος εισήγαγε νέες τεχνικές και εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις ήδη υπάρχουσες. Το δοξάρι πήρε τη σημερινή του μορφή στα τέλη του 18ου αιώνα στο Παρίσι από τον Francois Tourte.

ΚΟΡΝΟ
Όργανα πρόγονοι του κόρνου απαντώνται από τους προιστορικούς χρόνους. Κατασκευασμένα από διάφορα υλικά (κέρατο, ξύλο, μέταλλο), χρησιμοποιούνται κυρίως σαν όργανα ειδοποίησης. Γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα εμφανίζεται το φυσικό κόρνο, το οποίο πρωτομπαίνει στην ορχήστρα. Τομή στην εξέλιξη του οργάνου αποτελεί η εμφάνιση του κόρνου με βαλβίδες (1817 Γερμανία) και αργότερα ο συνδυασμός δύο οργάνων, Φα και Σι ύφεση, με βαλβίδα μετατροπής (τέλη 19ου αιώνα), που είναι το κόρνο που χρησιμοποιείται και σήμερα.

ΤΡΟΜΠΕΤΑ
Η ιστορία της τρομπέτας χάνεται στην αρχαιότητα. Την χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι λαοί. Αρχικά ήταν ευθύγραμμα όργανα φτιαγμένα από διάφορα υλικά. Ευθύγραμμο παραμένει το όργανο μέχρι τον 15ο αιώνα, οπότε αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες τρομπέτες με περιέλιξη. Τον 17ο αιώνα βρίσκουμε την τρομπέτα να χρησιμοποιείται πολύ από τους συνθέτες. Μεταξύ 1830 και1840 τελειοποιείται ο μηχανισμός των εμβόλων (πιστονιών) στο Παρίσι και των περιστρεφόμενων βαλβίδων (ροτόρων) στη Βιέννη, επιτρέποντας στο όργανο να παίξει τη χρωματική κλίμακα, αλλά και να βελτιώσει την όλη του απόδοση. Από τότε μέχρι τις μέρες μας συνεχείς βελτιώσεις έχουν αυξήσει πολύ τις δυνατότητες του οργάνου. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι, όπως και το τρομπόνι, η τρομπέτα αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους μουσικούς της τζαζ.

ΤΡΟΜΠONI
Τα πρώτα τρομπόνια εμφανίζονται γύρω στο 1460 στην Ιταλία και αρχίζουν να χρησιμοποιούνται στις διάφορες αυλές αλλά και στην θρησκευτική μουσική σαν όργανο συνοδείας φωνών. Την περίοδο του Μπαρόκ το τρομπόνι χάνει την προηγούμενη αίγλη του και μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα δεν χρησιμοποιείται ευρέως στην ορχήστρα, με εξαίρεση την Αυστρία (Mozart κ.α.). Περίπου στην περίοδο της Γαλλικής επανάστασης το τρομπόνι ξαναβρίσκει τη θέση του στην ορχήστρα, όπου χρησιμοποιείται ως τις μέρες μας. Στη δεκαετία του 1830 κατασκευάστηκαν τρομπόνια που αντί για ολκωτό τμήμα είχαν πιστόνια. Η αλλαγή αυτή έδινε μεγάλη ευελιξία στο παίξιμο, ο ήχος όμως διέφερε αρκετά από του ολκωτού τρομπονιού. Τα τρομπόνια με πιστόνια χρησιμοποιήθηκαν αρκετά, κυρίως από ορχήστρες θεάτρων και τους μουσικούς της Τζαζ, σταδιακά όμως αντικαταστάθηκαν από το ολκωτό τρομπόνι που χρησιμοποιείται σήμερα..

ΤOYMΠA
Αντίστοιχα ογκώδη όργανα υπήρχαν και στους αρχαίους χρόνους (πχ. Ρώμη). Τα πρώτα όργανα με βαλβίδες (μπάσσα) κατασκευάσθηκαν στη Γερμανία και την Αυστρία γύρω στα τέλη του 1820, ονομάζονταν bombardon και μοιάζανε αρκετά με την προϋπάρχουσα Οφικλείδα (Ophicleide). Η τούμπα, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, προέρχεται από την Bass tuba που κατασκευάστηκε το 1835 στο Βερολίνο από τους Johann Gottlieb Moritz και Wilhelm Wieprecht.

ΦΑΓΚΟΤΟ
Το φαγγότο κάνει την εμφάνισή του στα μέσα του 17ου αιώνα σαν εξέλιξη του οργάνου Dulcian. Αρχικά χρησιμοποιείται για να ενισχύει τα μπάσσα της ορχήστρας, σύντομα όμως αποκτά ξεχωριστή υπόσταση και τον 18ο αιώνα το συναντάμε να έχει θέση στην ορχήστρα, ενώ αποκτά αξιόλογο σόλο ρεπερτόριο. Στα μέσα του 19ου αιώνα ακολουθούνται δύο κατευθύνσεις στη εξέλιξή του. Στο Παρίσι από τον Savary (1840), που οδηγεί στο Γαλλικό τύπο φαγγότου που παίζεται από τις περισσότερες Γαλλικές ορχήστρες σήμερα και στη Γερμανία από τον Almenrader και τον Heckel (1825), που οδηγεί στον τύπο φαγγότου που παίζεται σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο.

ΦΛΑΟΥΤΟ
Αν και από την αρχαιότητα υπάρχουν ανάλογα όργανα κυλινδρικά, κατασκευασμένα κυρίως από καλάμι, αυτά χάνονται στην Δύση με την παρακμή της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας. Ξανακάνουν την εμφάνισή τους γύρω στον 12ο αιώνα προερχόμενα από την Ανατολή. Στο Μεσαίωνα χρησιμεύει σαν όργανο για στρατιωτικές μπάντες, στην Αναγέννηση, όμως, το συναντάμε και στην κοσμική μουσική. Στην περίοδο του Μπαρόκ το κωνικό φλάουτο με ένα κλειδί γίνεται πολύ δημοφιλές τόσο ως σολιστικό όργανο όσο και ως όργανο ορχήστρας. Κατασκευάζεται από διάφορα ΅καλάΆ ξύλα και πολλές φορές έχει συνδέσεις από ελεφαντοστούν. Ριζικές αλλαγές στην κατασκευή του οργάνου επέφερε ο Theobald Boehm γύρω στο 1830. Αυτός ξανάκανε κυλινδρικό τον σωλήνα και προσάρμοσε το μηχανισμό. Η σχεδίαση του Boehm, χωρίς σημαντικές αλλαγές, έχει παραμείνει μέχρι σήμερα και φλάουτα τέτοιου τύπου παίζονται σε ολόκληρο τον κόσμο.


ΟΜΠΟΕ
Το όμποε εμφανίζεται στα μέσα του 17ου αι. στο Παρίσι σαν εξέλιξη του οργάνου shawm. Αμέσως γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και ένα αξιόλογο ρεπερτόριο αρχίζει να δημιουργείται ενώ από το 1700 περίπου οι ορχήστρες περιλαμβάνουν σε μόνιμη βάση δύο όμποε. Μετά από σειρά τροποποιήσεων εμφανίζεται το 1906, από τους Loree και Gillet, ο Γαλλικός τύπος οργάνου, ο οποίος χρησιμοποιείται σήμερα σΆ όλον τον κόσμο. Εξαίρεση, μερικώς, αποτελεί η Αυστρία όπου χρησιμοποιείται αρκετά μία άλλη μορφή, το Βιεννέζικο όμποε.

ΣΑΞΟΦΩΝΟ
Το σαξόφωνο κατασκευάσθηκε γύρω στο 1840 από τον Adolphe Sax στο Παρίσι. Αν και στόχος ήταν να χρησιμοποιηθεί σε μπάντες, γρήγορα κίνησε το ενδιαφέρον των Γάλλων συνθετών, οι οποίοι το περιέλαβαν στις ενορχηστρώσεις τους ή συνέθεσαν σόλο έργα. Η μεγάλη επιτυχία, όμως, ήταν όταν στα τέλη του 19ου αιώνα πέρασε στην Αμερική. Εκεί αφομοιώθηκε γρήγορα από τους ντόπιους μουσικούς της τζαζ και μπλούζ μουσικής.

ΕΓΧΟΡΔΑ ΜΕ ΔΟΞΑΡΙ
Τα έγχορδα όργανα της ορχήστρας προέκυψαν από δύο σημαντικές οικογένειες εγχόρδων που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη τον 16ο και 17ο αιώνα, την οικογένεια της Viola da Braccio και μιας παλαιότερης οικογένειας, εκείνης του Viol ή Viola da Gamba. Κατά την περίοδο αυτή η οικογένεια του βιολιού εξελίσσεται παράλληλα με αυτή της viola da gamba. Οι συνθέτες έγραφαν έργα και για τις δύο οικογένειες οργάνων. Σιγά-σιγά, όμως, το βιολί παραμερίζει τα όργανα της οικογένειας του Viol ή Viola da Gamba, με εξαίρεση το κόντρα-μπάσσο, καθώς ο δυνατότερος και πιο ευέλικτος ήχος του γίνεται απαραίτητος στα όλο και μεγαλύτερα σύνολα και μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών.
Γενικές γραμμές κατασκευής (με εικόνες, σχέδια και ορολογία)
Δοξάρι (με εικόνες, σχέδια και ορολογία)
Οι βασικές κοινές τεχνικές των έγχορδων με δοξάρι

ΚΡΟΥΣΤΑ
Τα κρουστά ήταν τα πρώτα όργανα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος. Έχουν βρεθεί τύμπανα από πηλό και με τεντωμένο δερμα στους αρχαιότερους πολιτισμούς. Η ιστορία των κρουστών, όπως τα ξέρουμε σήμερα στη συμφωνική ορχήστρα, ξεκινά τον 15ο αιώνα με την 
Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Από τότε και ως τις αρχές του 18ου αιώνα η συνεχής επαφή των Ευρωπαίων με τους Τούρκους και τους Γεννίτσαρους έφερε στην Ευρώπη πλήθος οργάνων που χρησιμοποιούσε η Τούρκικη στρατιωτική μπάντα – όπως το τρίγωνο, το ταμπούρο ή τα πιάτα-, τα οποία είχαν φτάσει στη Τουρκία από άλλα μέρη της Ασίας. Με τους μεγάλους ενορχηστρωτές, όπως ο Debussy, ο Ravel και ο Rimsky-Korsakov, διαμορφώνεται και εμπλουτίζεται η ομάδα των κρουστων και η σημασία τους στην ορχήστρα τονίζεται σημαντικά λόγω των πολύπλοκων ρυθμικών αγωγών των έργων του 20ου αιώνα.στην ορχήστρα. Παράλληλα, αποκτούν και σολιστικό ρεπερτόριο καθώς οι συνθέτες εξερευνούν και αξιοποιούν τις απεριόριστες δυνατότητες αυτής της τεράστιας οικογένειας.


ΚΛΑΡΙΝΕΤΟ
Αν και από την αρχαιότητα υπάρχουν ανάλογα όργανα κυλινδρικά, κατασκευασμένα κυρίως από καλάμι, αυτά χάνονται στην Δύση με την παρακμή της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας. Ξανακάνουν την εμφάνισή τους γύρω στον 12ο αιώνα προερχόμενα από την Ανατολή. Στο Μεσαίωνα χρησιμεύει σαν όργανο για στρατιωτικές μπάντες, στην Αναγέννηση, όμως, το συναντάμε και στην κοσμική μουσική. Στην περίοδο του Μπαρόκ το κωνικό φλάουτο με ένα κλειδί γίνεται πολύ δημοφιλές τόσο ως σολιστικό όργανο όσο και ως όργανο ορχήστρας. Κατασκευάζεται από διάφορα ΅καλά ξύλα και πολλές φορές έχει συνδέσεις από ελεφαντοστούν. Ριζικές αλλαγές στην κατασκευή του οργάνου επέφερε ο Theobald Boehm γύρω στο 1830. Αυτός ξαναέκανε κυλινδρικό τον σωλήνα και προσάρμοσε το μηχανισμό. Η σχεδίαση του Boehm, χωρίς σημαντικές αλλαγές, έχει παραμείνει μέχρι σήμερα και φλάουτα τέτοιου τύπου παίζονται σε ολόκληρο τον κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: