ο Ross Daly για τα όργανα του Στέλιου Πετράκη





   Το όνειρό μου να μπορέσω να κατασκευάζω όργανα το είχα από μικρός. Νομίζω για πολλούς – ιδίως μουσικούς – η ιδέα αυτή ακούγεται τουλάχιστον ελκυστική. Όταν σε ηλικία 18 ετών ανέβηκα στην Αθήνα, και συνέχισα τα μαθήματά μου με το Ross εκείνος με ενθάρρυνε πολύ και με βοήθησε ώστε να ακολουθήσω το μονοπάτι αυτό.    Στη συνέχεια, επί πολύ καιρό περνούσα σε καθημερινή βάση από το μαγαζί του Παύλου Ερευνίδη στα Εξάρχεια (τον οποίο μαζί με το μάστορα Δημήτρη Ραπακούσιο θεωρώ δασκάλους μου στην οργανοποιία). Ο Παύλος με δίδαξε πολλά για τη χρήση των εργαλείων της οργανοποιίας και με βοήθησε στο να εμπιστεύομαι το χέρι μου και να μη διστάζω να ρισκάρω.. Φρόντιζα όμως πάντα να διαβεβαιώνω τη μάνα  μου πως τις ώρες εκείνες παρακολουθούσα τα μαθήματα στη Νομική σχολή, εκεί πιο κάτω στην οδό Σόλωνος…    Tα μουσικά όργανα πρέπει να συνδυάζουν πολλές αρετές. Πρέπει να έχουν ευχάριστο και δυνατό ήχο, να αντέχουν στο χρόνο και να είναι όμορφα στο μάτι. Το κυριότερο όμως είναι να αρέσουν και να εμπνέουν αυτόν που τα παίζει. Οι σχέσεις του οργανοποιού με το μουσικό που θα παραγγείλει όργανο είναι ιδιαίτερες, ο οργανοποιός δε, οφείλει να ακούσει και να κατανοήσει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του κάθε μουσικού – πελάτη και να βρει τον τρόπο να τις υλοποιήσει.
Προτιμώ να κατασκευάζω όργανα που γνωρίζω τον ήχο τους επειδή ξέρω να τα παίζω. Έτσι μπορώ να
τα κρίνω και από την πλευρά του ακροατή αλλά και από εκείνη του παίκτη.  Φτιάχνω λοιπόν κυρίως λύρες, λαούτα – Κρητικά και Πολίτικα,  μπουλγαριά και παλιά και σύγχρονα σάζια. Έχω κάνει και λίγα μαντολίνα…

Οι λύρες φτιάχνονται από μουριά, καρυδιά ή κελεμπέκι (Acer Pseudoplatanus) στο σώμα και Κατράνι (Cedrus Libani) στο καπάκι. Αν και στο σώμα είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει κανείς και άλλα ξύλα, το κατράνι στο καπάκι μοιάζει αναντικατάστατο. Το κακό είναι ότι έχει πια απαγορευτεί η κοπή και το εμπόριο αυτού του ξύλου, και έτσι είναι πολύ δύσκολο να βρει κάποιος και να προμηθευτεί μια ποσότητα. Το καλό όμως είναι πως στην Κρήτη και σε άλλα νησιά υπάρχει άφθονο σε στέγες παλαιών σπιτιών, όπου εισάγονταν κατά κόρον την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι όποια κομμάτια κατράνι κι αν βρούμε σήμερα, σε τέτοια παλιά σπίτια είμαστε σίγουροι πως είναι ηλικίας τουλάχιστον 120 ετών
Με τη βοήθεια και τις υποδείξεις του Ross έχουμε καταφέρει να φτάσουμε σε πάρα πολύ καλό επίπεδο τις λύρες με συμπαθητικές χορδές.Έτσι σήμερα υπάρχουν, ένα μικρό μοντέλο με 12 συμπαθητικές ( με μία τέτοια λύρα ο Ross είχε ηχογραφήσει τα cd «Πνοή», «Ελέυθερο σημείο» κλπ..), ένα μεσαίο με 17 συμπαθητικές (“An – Ki”, «Συναύγεια», «Πέρα από τον Ορίζοντα») και ένα μεγάλο μοντέλο το οποίο ο Ross,η Κέλυ Θωμά, ο Μύρων Γρεβεντζάκης, ο Μανόλης ο Μπουνταλάκης, ο Γιάννης Παξιμαδάκης κ.α χρησιμοποιούν τώρα. Μια ακόμη τέτοια, μεγάλη λύρα με συμπαθητικές χορδές εκτίθεται στο Κρατικό Εθνογραφικό μουσείο της Βαρσοβίας στην Πολωνία. Εγώ, Ο Ζαχαρίας Σπυριδάκης, Ο Δημ. Αποστολάκης, ο Γ. Κοντογιάννης και ορισμένοι άλλοι συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε το μεσαίο μοντέλο. Έχω κάνει και 3 τετράχορδες λύρες με συμπαθητικές, για τον Γιώργο τον Καλούδη, την Kay Lipman και τη Χριστίνα τη Χομπιτάκη.
Εκτός από τις λύρες με συμπαθητικές κατασκευάζω και λυράκια. Βασίζομαι στις λύρες που εκτίθενται στο μουσείο λαικών οργάνων στην Πλάκα, που τις διακρίνει εκτός των άλλων, το καρινοειδές σχήμα σκάφους, στοιχείο που τις κάνει πολύ “εξώφωνες”.  Συνήθως το καπάκι σε αυτές τις λύρες “βυθίζεται” μέσα στο σκάφος, δεν κολλιέται δηλαδή αποπάνω, αλλά δημιουργώντας στα πλαινά του σκάφους μια πατούρα, ένα σκαλοπάτι, βάθους 3ών mm περίπου, το καπάκι πατάει σε αυτό το εσωτερικό σκαλοπάτι και έρχεται στην κορυφή του πρόσωπο με τα πλαινά του σκάφους. Αυτό προσφέρει πολλά θετικά στοιχεία στον ήχο αλλά και στο όλο δέσιμο του οργάνου. Είναι επίσης η πιο απλή κατασκευή που μπορεί να υπάρξει, διότι, εξαιτίας του βυθισμένου καπακιόυ μέσα στο σκάφος,  δεν απαιτούνται διακοσμητικά περιμετρικά φιλέτα και ταστιέρα. Τις λειτουργίες αυτές τις επιτελεί το πλαινό ξύλο του ίδιου του σκάφους. Ο ήχος σε αυτές τις λύρες αναλόγως και τις χορδές που θα μπούν μπορεί να πλησιάσει αρκετά με αυτόν της Πολίτικης λύρας, ή αν μπούν οι γνωστές μεταλλικές χορδές της Κρητικής, να έχει πιο γρήγορες και λαμπερές νότες, αυτό που λέμε λυράκι δηλαδή…
Τα τελευταία 2 χρόνια έχω ετοιμάσει και κάποιες λύρες τύπου Σταγάκη. Ο Μανόλης Σταγάκης ήταν ο σημαντικότερος κατασκευαστής του περασμένου αιώνα, και ο άνθρωπος που έδωσε τη μορφή στη λύρα που παίζεται σήμερα στα γλέντια και τις παρέες στην Κρήτη. Το να μπορέσω να φτάσω το επίπεδο των λυρών του Σταγάκη, ήταν και παραμένει ένα μεγάλο στοίχημα, διότι “ο πήχυς” είναι πολύ ψηλά, και λίγοι καταφέρνουν να τον περάσουν.
Έχω ως πρότυπο τον ήχο των λυρών του όπως τις έφτιαχνε μέχρι το 1990. Βαθιές στην κατασκευή, με ευρύ ακουστικό φάσμα (μπάσες και ταυτόχρονα λαμπερές στα ψηλά). Αυτές οι λύρες θεωρώ πως όρισαν σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη Κρητική μουσική, χάρη στους σπουδαίους μουσικούς που τις χρησιμοποίησαν.
Έχω παίξει μία ολόκληρη βραδιά σε παρέα σε καζάνι την λύρα του δασκάλου Κώστα Μουντάκη χάρη στο γιό του Μάνο που ήθελε να την πάρομε μαζί στην παρέα και να παιχτεί το όργανο. Αυτός ο ήχος και αυτή η βραδιά δε θα φύγει ποτέ από τα αυτιά μου.  Ευχαριστώ το Μάνο που μου έκανε τέτοια τιμή…
Ευχαριστώ επίσης την Ουρανία Ξυλούρη που με εμπιστεύτηκε να συντηρήσω τη λύρα του Ψαρονίκου, λίγες μέρες πριν τη δωρίσει στο Μουσείο Λαικών οργάνων στην Πλάκα.
Στην κατασκευή των λυρών τύπου Σταγάκη ακολουθω τα ίδια αισθητικά πρότυπα αποφεύγοντας τη χρήση πλαστικών και συνθετικών υλικών όπου αυτό είναι εφικτό. Προσπαθώ να τις κάνω το ίδιο μπάσες και δυνατές, αποφεύγοντας συντονισμούς και “λύκους” . Εκεί παίζεται όλο το στοίχημα…
Εννοείται βέβαια πως τις γνωστές απαιτήσεις των μουσικών του τύπου “να βγαίνει καλά στα μηχανήματα” κλπ δεν τις αφήνω να επηρεάσουν καθόλου τον ιδεατό ήχο που περιγράφω πρίν και κηνυγώ στο κάθε οργανο που κάνω… Τις θεωρώ τουλάχιστον ανακολουθίες, παρότι αποτελούν υπαρκτή ανάγκη των σημερινών μουσικών που παίζουν στα γλέντια. Το όνειρό μου δεν είναι να φτιάξω όργανα που θα παίζουν καλά με ηλεκτρικό κύκλωμα σε φτηνά ηχοσυστήματα, αλλά να κάνω όργανα με ωραίο ήχο που θα αντέξουν πολλά χρόνια και θα δώσουν έμπνευση και χαρά στους καλλιτέχνες που θα τις παίξουν και στις παρέες τους, με τη δυνατή και γλυκιά τους φυσική φωνή. Τώρα, το άν θα “βγαίνουν καλά στα μηχανήματα” (πολύ αστεία έκφραση…) εξαρτάται και οφείλει να εξαρτάται από τα “μηχανήματα” και όχι από το όργανο, ίδίως όταν αυτό είναι καλό…
Έχω κατασκευάσει και ορισμένες Πολίτικες Λύρες στα πρότυπα του μάστορα Resat Uca. Χρησιμοποιώντας παλιά μουριά ή σγουρό κελεμπέκι  στο σκάφος και παλιό Κυπαρίσσι στο καπάκι, οι λύρες αυτές είναι δυνατόν να παιχτούν χρησιμοποιώντας είτε  εντέρινες είτε χορδές τσέλου. Η επιλογή επαφίεται στα γούστα του παίκτη.
Το δυσκολότερο όργανο κατασκευαστικά είναι το κρητικό λαούτο. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους, ο βασικότερος των οποίων είναι ο ρόλος του στην κρητική ορχήστρα. Η συνοδεία της λύρας στο γλέντι έχει ορίσει και επιβάλλει τα τελευταία 50 χρόνια ένα τριπλό ρόλο στο λαούτο : αφ´ ενός τη ρυθμική στήριξη όλης της ορχήστρας με το κτύπημα της πέννας πάνω στην πεναριά, αφ´ ετέρου τη σκιαγράφηση της μελωδίας μαζί με τη λύρα και τέλος την “εναρμόνιση” των μελωδιών χρησιμοποιώντας τις ανοικτές χορδές (καμπάνες). Η ρυθμική στήριξη όλης της ορχήστραςεπιβάλλει στον κατασκευαστή να στηρίζει αρκετά το καπάκι του λαούτου ώστε αυτό να αντέχει την καταπόνηση και την κακομεταχείριση (που προέρχεται από το συνεχές και δυνατο κτύπημα της πέννας στο καπάκι), να μήν ξεκουρδίζει κλπ. Στον αντίποδα ο κατασκευαστής πρέπει να κάνει το όργανο να έχει ηχητικές αρετές, οπότε και πάλι αναζητείται η “χρυσή τομή”. Σε γενικές γραμμές πάντως, το λαούτο είναι ένα σκληρό όργανο που απαιτεί μυική δύναμη και νεύρο για να παιχτεί σωστά και να βγάλει πλούσιο ήχο.
Όμως υπάρχει και εδώ ένας τρίτος παράγων : Ξανά, το περιβόητο “να βγαίνει καλά στα μηχανήματα”. Αυτή η φράση ουσιαστικά σημαίνει να μπορεί το λαούτο να βγαίνει χρησιμοποιώντας ένα ηλεκτρονικό κύκλωμα όσο γίνεται πιο δυνατό και στεγνό σε αρμονικές συχνότητες από ένα φθηνό αλλά δυνατό ηχοσύστημα που παίζει στο 120% των δυνατοτήτων του.  Αυτή η ανάγκη έχει αναμφίβολα επηρεάσει την κατασκευή του οργάνου από το 1970 και μετά προς μία κατεύθυνση περιορισμού των ταλαντώσεων και της παραγωγής αρμονικών συχνοτήτων, μιας δηλαδή υποβάθμισης κατά τη γνώμη μου των ακουστικών του αρετών, ενός βίαιου εξηλεκτρισμού ενός παραδοσιακά ακουστικού οργάνου.
Σήμερα τα λεγόμενα “μοντέρνα” λαούτα που καλύπτουν το μεγαλύτερο μερος της αγοράς, έχουν αντικαταστήσει τον καβαλάρη του λαούτου, με υβριδικούς καβαλάρηδες τύπου ακουστικής κιθάρας, έχουν περιορίσει το βάθος και το πλάτος  του σκάφους και του μπράτσου διατηρώντας μόνο το μήκος, και είναι τελειωμένα με βερνίκια ακατάλληλα για μουσικά όργανα. Τολμώ λοιπόν να πω πως τα μοντέρνα λαούτα είναι από πολλές απόψεις πολύ “πίσω” σε σχέση με ένα λαούτο του   1970 – 80 από τα εργαστήρια των κλασσικών  μάστόρων Φραγγεδάκη, Αγριμάκη ή Μουντάκη, κι ας λέγονται “μοντέρνα”…. Προσωπικά τα θεωρώ ευτελισμό της έννοιας και της ομορφιάς του λαούτου και -εννοείται- δε φτιάχνω τέτοια.
Στα λαούτα που κατασκευάζω προσπαθώ να συγκεντρώσω όλα εκείνα τα στοιχεία που θεωρώ αρετές των παλιότερων και σύγχρονων μαστόρων. Ενδεικτικά λοιπόν αναφέρω πως θαυμάζω την καθαρή και ψημμιδευτή κατασκευή των οργάνων του εργαστηρίου του Μούρτζινου, του Κοπελιάδη, του  Θ. Μουντάκη, του Γ. Αλεξανδρή και του Δ. Ραπακούσιου, τον ήχο των παλιών λαούτων του Αγριμάκη, του Φραγγεδάκη και του Στεφανάκη (ξέρετε κυρίως σε ποιό αναφέρομαι…) το σχήμα των λαούτων του Φραγγεδάκη και του Κοπελιάδη, το ανάγλυφο του σκάφους που πρώτος ο Αντ. Στεφανάκης ενσωμάτωσε στην Κρητική οργανοποιία, τον κλασσικό “μουστακαλή” καβαλάρη και τα παλιά παραδοσιακά καλαμάκια, με τις τελείες επάνω και κάτω…
Σε συνεργασία με τον εξαιρετικό μάστορα Γιάννη Μαζαράκη έχουμε δημιουργήσει ένα καλόυπι κλασσικού κρητικού λαούτου της αρεσκείας μας, βασισμένο στα πρότυπα του Φραγγεδάκη.
Στα λαούτα λοιπόν που φτιάχνω, χρησιμοποιώ παλίσανδρο ή μουριά κυρίως στο σκάφος και κυρίως έλατο στο καπάκι. Εναλλακτικά χρησιμοποιώ κελεμπέκι που ενίοτε το “παντρεύω” με ένα σκουρόχρωμο ξύλο για τη δημιουργία της παραδοσιακής διχρωμίας στο σκαφος (με ένα τέτοιο παίζει τωρα ο Ψαρογιώργης.) Στο χέρι χρησιμοποιώ φλαμούρι με κόντρα στη μέση και σε ορισμένα ακριβά μοντέλα το ενισχύω με 3 βέργες ανθρακονηματων μέσα.  Ανθρακονήματα επίσης χρησιμοποιώ ως κάθετες δεσιές μέσα στο σκάφος και στον ντάκο για την ενίσχυση της αντοχής και της στρεπτικής ακαμψίας του οργάνου. Στη στήριξη του καπακιού ακολουθώ την κλασσική συνταγή του Κοπελιάδη με τα 7 καμάρια,  ενώ στην πενναριά και τη ροζέτα ακολουθώ τις γραμμές του Γιάννη Αλεξανδρή, που θεωρώ ο,τι καλύτερο έχω βρει μέχρι σήμερα. Ο καβαλάρης μου είναι “περιορισμένος” μουστακαλής,  κλασσικός εννοείται με θηλιά,  και φροντίζω οι χορδές να μήν απέχουν πολύ από την πάστα, για ξεκούραστο παίξιμο.
Όπως θα περίμενε κανείς, πελάτες μου είναι οι λάτρεις αυτών των κλασσικών χαρακτηριστικών που πρέπει να διαθέτει ένα λαούτο, όπως ο Ψαρογιώργης, οΑντώνης ο Σταυρακάκης, ο γράφων και προσεχώς ο Γιώργης ο Μανωλάκης, ο Efren Lopez κ.α.
Το μήκος χορδής είναι 74εκ και κουρδίζουν E A D G. Στη στεριανή εκδοχή το μήκος χορδής είναι 68 – 70 εκ και το κούρδισμα A D G C.
Το Μπουλγαρι προϋπήρχε στην Κρήτη του λαούτου, είναι δε γνωστό σε εμάς από τις ηχογραφήσεις του τελευταίου πρωτομάστορα παίχτη Στέλιου Φουσταλιεράκη. Τα τελευταία χρόνια ο Ross Daly, ο Περικλής Παπαπετρόπουλος, ο Γιώργης Μανωλάκης, ο Λαμπης Ξυλούρης, ο Γιάννης Παξιμαδάκης, ο Κάρολος Κουκλάκης, η Ειρήνη Δερέμπεη ο Λεωνίδας Λαινάκης κ.α. έβγαλαν στην επιφάνεια πάλι το όργανο αυτό.
Το Μπουλγαρί φτιάχνεται από ένα κομμάτι σκαμμένης παλιάς μουριάς από μεσοδόκια, δοκάρια δηλαδή παλιών σπιτιών. Το καπάκι είναι έλατο ή κατράνι ανάλογα τις προτιμήσεις, αν ο παίχτης δηλαδή θέλει “καμπανιστό” Φουσταλιερίστικο ήχο, ή πιο στρωτό σιγανό, θά ‘λεγα πιο σαζίστικο…
Έχω κατασκευάσει και ορισμένα σάζια, ακολουθώντας τις μεθόδους κατασκευής τους στην Τουρκία. Το μειονέκτημα των παλιών Ελλήνων μαστόρων είναι πως, όταν δοκίμασαν να φτιάξουν ένα σάζι, έκαναν του κεφαλιού τους (θεωρώντας εαυτούς ανώτερους και εξυπνότερους από τους γείτονες…) υποπίπτοντας σε σοβαρά λάθη. Έτσι (δικαιολογημένα) με τα χρόνια έχει δημιουργηθεί μία δυσπιστία προς τους έλληνες μαστόρους για το όργανο αυτό, την οποία φιλοδοξώ να ανατρέψω.
Για το σκάφος προτιμώ τη μουριά, και για το καπάκι το έλατο. Όπως έλεγε και ο αείμνηστος δάσκαλός μου Talip Ozkan, το έλατο στο καπάκι αργεί να παίξει, αλλά αξίζει τον κόπο να περιμένει κανείς…Αν το σκάφος είναι με ντούγιες προτιμώ τον παλίσανδρο. Τα μικρά σκάφη τα σκάβω ο ίδιος, ενώ για τα μεγάλα όργανα (baglama Divan) αγοράζω τα σκάφη από την Τουρκία…
Έχω κατασκευάσει αρκετά kopuz σαν αυτό που χρησιμοποιεί και ο αγαπημένος μου μουσικός και δάσκαλος Erkan Ogur.  Τα kopuz, όπως και τα μπουλγαριά,  τα σκάβω μόνος μου από ένα κομμάτι παλιάς μουριάς.  Ενδεικτικά, kopuz δικιάς μου κατασκευής έχει ο Efren Lopez, ο Χρήστος Τσιαμούλης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Περικλής Παπαπετρόπουλος, έχω κι εγώ ένα…
Στο πρώτο σεμινάριο που έδωσε ο Erkan Ogur στο Χουδέτσι το καλοκαίρι του 2012, μου έδωσε τις αναλογίες που έχει βρει για το kopuz όντας ο ίδιος φυσικός, και πάνω απ’ όλα μουσικός “με κεφαλαία γράμματα”. Τα kopuz που θα βγαίνουν στο εξής από το εργαστήρι,  θα τηρούν απαρέγκλητα τις αναλογίες αυτές, επομένως θα έχουν πιο δυνατή και γλυκειά νότα, και ήχο πιο πλούσιο σε αρμονικές συχνότητες.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κατόπιν επιθυμίας του μουσικού, μπορώ να διακοσμήσω τα όργανα που κατασκευάζω με φυσικά υλικά όπως το όστρακο το ξύλο και η ταρταρούγα. Εξαιτίας της δυσκολίας στο να βρει κανείς αυτά τα υλικά πια, και των πολλών ωρών που απαιτούνται, το κόστος της διακόσμησης είναι αυξημένο, μπορεί δε σε ορισμένες περιπτώσεις να διπλασιάσει την τιμή του οργάνου, ακριβώς επειδή χρειάζεται τον διπλάσιο χρόνο για να αποπερατωθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: