Γιώργος Μπατζανός(Yorgo Bacanos)-Rast Taksim





Ο Γιώργος Μπατζανός αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση μουσικού. Θεωρείται ο καλύτερος και αξεπέραστος μέχρι σήμερα εκτελεστής του ουτιού στην τουρκία, και ένας από τους κορυφαίους σ’ όλη την Εγγύς Ανατολή, αν και έχουν περάσει είκοσι χρόνια από το θάνατό του. Ήταν Ρωμηός, τσιγγάνικης καταγωγής, από σηματικότατη οικογένεια, και μεγάλωσε στο πολυεθνικό περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης. Αυτά τον καθόρισαν ως άνθρωπο και τον ανέδειξαν ως μουσικό. Από μικρό παιδί ως τα γεράματα υπήρξε εραστής της τέχνης των ήχων. Τον χαρακτήριζε η παροιμιώδης κλίση και ευαισθησία των τσιγγάνων στη μουσική. Από την άλλη, είχε ζυμωθεί με τη λαμπρή εκκλησιαστική παράδοση της βυζαντινής μουσικής και είναι γνωστές οι φιλικές του σχέσεις με τους Άρχοντες Πρωτοψάλτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Και όλα αυτά στην Πόλη των αρχών του αιώνα, με την πληθυσμιακή και πολιτιστική πολυσυλλεκτικότητα και το κοσμοπολίτικο περιβάλλον, ως τη δεκαετία του 60΄, όπου βαθμιαία μεταβάλλονται σαρωτικά τα πάντα…

  Ο Γιώργος Μπατζανός είναι βέβαια περισσότερο γνωστός ως δεξιοτέχνης εκτελεστής και λιγότερο ως συνθέτης. Γι’ αυτό και στην παρούσα έκδοση δεσπόζουν ηχογραφήσεις αφενός ταξιμιών του και αφετέρου συμμετοχών του σε μουσικά σχήματα. Ακούγοντάς τες έχει κανείς την αίσθηση ότι δεν πρόκειται απλώς για κάποιον βιρτουόζο του ουτιού. Συνήθως η τέχνη ξεκινάει από εκεί που σταματάει η τεχνική. Στον Γιώργο Μπατζανό αυτά τα δυο προχωράνε μαζί ως τα έσχατα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων ενός μουσικού. Το παίξιμό του έχει μια μεγαλοπρέπεια, αλλά και μια θρασύτητα ταυτόχρονα. Μεγάλο ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζουν και οι συνθέσεις του. Σ’ αυτές μπορεί να ανιχνευθεί η εισβολή της δυτικής κουλτούρας στη μουσική ζωή της Πόλης και ταυτόχρονα η σύγκρουση νεωτεριστικών και συντηρητικών ρευμάτων. Ο Γ.Μ υπήρξε μεγάλος καινοτόμος όσον αφορά τον τρόπο παιξίματος του ουτιού. Τόσο η τεχνική του δεξιού, όσο και του αριστερού του χεριού διαφοροποιήθηκε τελείως από τα παραδεδομένα. Όλοι οι επιφανείς μουσικοί της Τουρκίας συμφωνούν ότι το ούτι παιζόταν με την τεχνική που εισήγαγε ο ουντί Νεβρέζ Μπέη. Το δεξί χέρι χτυπούσε την πένα στις χορδές δίπλα στη μεγάλη ροζέτα. Ο Γ.Μ., αντίθετα, έπαιζε πολύ κοντά στον καβαλάρη έχοντας έτσι πολύ πιο λαμπερό, γεμάτο και διαυγή ήχο. Χτυπούσε τις χορδές σκληρά και απότομα, σαν να άκουγες έναν πυροβολισμό, αλλά αυτός ο απότομος και σκληρός ήχος είχε βαθιά μουσικότητα. Η διιαφοροποίηση του αυτή οφείλεται είτε στη σωματική του διάπλαση(κοντός και παχύς, με μικρά σχετικά χέρια), είτε στο γεγονός ότι για πολλά χρόνια έπαιζε στην «πιάτσα» χωρίς μικρόφωνα και ήθελε να ακούγεται όσο γινόταν περισσότερο. Την πένα του, που ήταν από φτερό αετού, τη χρησιμοποιούσε με τέτοια τεχνική, που κανείς άλλος από τους παίκτες του ουτιού δεν είχε καταφέρει. Είχε την ικανότητα να χειρίζεται τις διάφορες τεχνικές της με μεγάλη ευκολία. Μια άλλη ιδιαιτερότητά του ήταν και η εξής: οι παλαιότεροι εκτελεστές έπαιζαν το ούτι χρησιμοποιώντας πολλές πενιές, αποτέλεσμα ίσως της μικρής έντασης του οργάνου και της έλλειψης μικροφώνων. Ο Γ.Μ., αντίθετα, έπαιζε με λιγότερες πενιές σε κάθε νότα, είτε λόγω ακριβώς της έντασης που είχε η πενιά του, είτε γιατί στα μέσα της καριέρας του άρχισε η χρήση του μικροφώνου.

Αλλά και η τεχνική του αριστερού του χεριού ήταν διαφορετική από τις μέχρι τότε υπάρχουσες. Το ούτι παιζόταν με τη χρήση των δακτύλων 1 και 3(δείκτη και παραμέσου). Τον δεύτερο δάκτυλο, τον μεσαίο, δεν τον χρησιμοποιούσαν. Μάλιστα οι δάσκαλοι έβαζαν μεταξύ του δείκτη και του παραμέσου ένα μολύβι, για να εμποδίσουν τον μαθητή να χρησιμοποιεί τον μεσαίο δάκτυλο. Τη χρήση και των τεσσάρων δακτύλων εισήγαγε πρώτος ο μεγάλος δεξιοτέχνης του ουτιού Σερίφ Μπουχεντίν Ταργκάν. Ο Γ. Μ. την εξέλιξε και τη διέδωσε, και αυτήν την τεχνική ακολουθούν σήμερα όλοι οι εκτελεστές του ουτιού.

Όταν έπαιζαν όλοι μαζί σε κάποια ορχήστρα, αμέσως ξεχώριζε η αισθητική και η δεξιοτεχνία του. Ήταν ένας μουσικός που ήθελε να διακρίνεται ανάμεσα στους άλλους και να ακούγεται. Έκανε πάντα αισθητή την παρουσία του, υπηρετώντας όμως παράλληλα το μουσικό σύνολο. Πότε κρατου΄σε ρυθμό, πότε ανέβαζε την έντασή του, πότε έπαιζε στα ψηλά, πότε στα χαμηλά, αυξομειώνοντας τις δυναμικές της έντασης και των συχνοτήτων του σχήματος, ποτέ όμως δεν χαλούσε τον ρυθμό. Ήταν πολύ ρυθμικός. Όταν έπαιζε σε ορχήστρα παράσερνε τους πάντες με το ενθουσιώδες παίξιμό του. Κατά την εκτέλεση συνήθιζε να προσθέτει στα κομμάτια και πολλά πράγματα εκτός παρτιτούρας, ιδιαίτερα στις παύσεις. Έκανε αποκλειστικά τις δικές του παραλλαγές. Έδινε έτσι μια γλυκύτητα στα κομμάτια. Έβρισκε τα κατάλληλα μουσικά μοτίβα που θα ταίριαζαν απόλυτα με την μελωδία. Οι αναλύσεις αυτές ήταν η ειδικότητά του.

Τα τελευταία όμως χρόνια, στην ραδιοφωνία, όπου εργαζόταν, υπό την επήρεια του εκδυτικισμού και του εκσυγχρονισμού, απαγορεύτηκε κάθε τι το οποίο εκτός παρτιτούρας, με σκοπό να εξασφαλιστεί η πειθαρχία και η ομοιογένεια της εκτέλεσης στα μεγάλα μουσικά σχήματα. Έτσι, από αυτή του την ιδιαιτερότητα μας έχουν μείνει ελάχιστα δείγματα.

Όσον αφορά τα ταξίμια του, μπορούμε να πούμε ότι, όπως και οι περισσότεροι σύγχρονοί του μουσικοί, είχε επηρεαστεί από τον Ταμπουρί Τζεμίλ Μπέη. Μάλιστα, στις πρώτες ηχογραφήσεις του, παίζει μ’ έναν τρόπο που θυμίζει το πολίτικο λαούτο. Όπως λέει κι ο Νιαζί Σαΐν, «στα ταξίμια του οι μουσικοί δρόμοι ερμηνεύονται τέλεια» είχε τη δυνατότητα να παίξει όλα αυτά που θα μπορούσε να παίξει ένα ούτι. Τα ταξίμια του ήταν ένα ολόκληρο έργο, μια ολοκληρωμένη σύνθεση».

Από την πρώτη στιγμή που άρχισα να μαθαίνω ούτι, όλοι ήξεραν κάτι σχετικό με το όργανο, Έλληνες και κυρίως Τούρκοι, μου ανέφεραν ένα όνομα: Γιώργος Μπατζανός. «Αυτός μόνο έπαιζε ούτι». Είχε αρχίσει να δημιουργείται ένας μύθος μέσα μου. Ακουγόταν λίγο παράξενο. Εδώ στην Ελλάδα δεν έβρισκα δάσκαλο να μου δείξει λίγα απλά πραματάκια στο όργανο, κι αυτοί μου λέγαν για τον «Udi Yorgo», που ήταν, λέει, το «πρώτο ούτι» στην Ανατολή.

Όταν άκουσα για πρώτη φορά ηχογραφήσεις του, πριν από αρκετά χρόνια, μάχιμος μουσικός πια, ομολογώ ότι απελπίστηκα. Δε γίνεται να δηλώνεις ότι παίζεις ούτι, όταν έχεις ακούσει τον Μπατζανό. Ακούγοντάς τον όμως συνέχεια, έχεις ελπίδες να κλέψεις κάτι από την τέχνη του.

Όταν συζητούσα την ιδέα της έκδοσης με τον καλό μου φίλο και εκλεκτό συνάδελφο Ara Dinkjian, μου έκανε μια πολύ σωστή παρατήρηση: «Μια που θα κυκλοφορήσεις CD για τον Μπατζανό, να γράψεις κάτι και για τον Μανώλη Βένιο. Πρέπει να μάθουν επιτέλους στην Ελλάδα γι’ αυτούς του δυο». Ο Μανώλης Βένιος, λοιπόν, θεωρείται ο καλύτερος και ο πλέον φημισμένος κατασκευαστής ουτιών στην Ανατολή. Γεννήθηκε το 1850 και πέθανε το 1915 στην Κωνσταντινούπολη. Εισήγαγε πολλές καινοτομίες στην κατασκευή του οργάνου(στο μέγεθος του σκάφους, στα υλικά κατασκευής, στον αριθμό των χορδών, στο ηχόχρωμά του κ.α.). Το οργανοποιείο του, σύμφωνα με τις ταμπελίτσες που τοποθετούσε στο εσωτερικό των οργάνων του, βρισκόταν «ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ, ΜΕΓΑΛΗ ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΓΑΛΑΤΑ, αριθμ. 138». Τα ούτια του χαρακτηρίζονται από τον ομοιογενή, διαυγή και εκλεπτυσμένο ήχο τους και την υψηλή ποιότητα κατασκευής τους, και βρίσκονται, σήμερα πια, σε προθήκες μουσείων και, βέβαια, σε χέρια δεξιοτεχνών μουσικών στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία.

Το κείμενο επιμελήθηκε και έγραψε ο Κυριάκος Καλαϊτζίδης και συνοδεύει το CD «ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΤΖΑΝΟΣ(1900-1977) το πρώτο ούτι της Ανατολής» της σειράς Μεγάλοι Δεξιοτέχνης της Μεσογείου ΕΝ ΧΟΡΔΑΙΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: